Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφίλητος -η -ο [afílitos] Ε5 : που δεν τον έχουν φιλήσει: Aφίλητα χείλη.
[αρχ. ἀφίλητος `που δεν αγαπήθηκε΄ κατά την αλλ. της σημ. του φιλώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφίλητος, -η, -ο [afílitos] (& αφίληγος)
- ① not having been kissed, unkissed (ant φιλημένος):
- αφίλητη κόρη, παρθένα |
- αφίλητο στήθος, χέρι |
- αφίλητα χείλια |
- poem να 'χα τ' αϊτού τη λεβεντιά και του βουνού τα νιάτα, | να μην αφήσω αφίλητη καμιά μπιρμπιλομάτα (Myriv) |
- αφίλητη κι από άντρα ανέγγιχτη χάλασα εγώ τη ζήση (Kazantz Od 9.413)
- ② pl not having kissed each other:
- poem αφίλητοι αγαπήθηκαν, ξαναϊδωθήκαν γέροι, | και τότε πρώτη του φορά τής φίλησε το χέρι (Drosinis) |
- μα εμείς να σβήσει αφήσαμε κείνη η φωτιά η καυτή· | κι αφίλητοι χωρίσαμε κλ (Lountemis)
[fr MG (CGL) αφίλητος ← K, AG 'unloved']
- ① not having been kissed, unkissed (ant φιλημένος):