Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αφής, σύνδ.,
- βλ. απής.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφής [afís] conj (& απής) (L)
- ① fr the moment when, (ever) since (syn απόταν, αποτότε που, αφόταν, αφότου):
- ~ βγήκε βουλευτής, δεν τον ξαναείδαμε |
- ~ τα βρήκαν μπαστούνια με τους ιδικούς μας, επενόησαν την ατιμία αυτή (Petsalis)
- ② (right) after, when (syn αφού, μετά που, όταν):
- τη νύχτα, απής ερίξαμε τους εχτρούς, ήρθαμε όλοι .. στη χαλάστρα (Petsalis)
[fr MG, K (Plut. Pelop. 15.5; NT: Luke 7:45 etc) phr ἀφ' wς (sc (tm)μέρας or Sρας that is found in NT: Coloss. 1:6,9); cf ἀφοῦ fr ἀφ' οy χρόνου (so in Xenoph. Cyr. 1.2.13); both ἀφ' wς and ἀφ' οy in K are formulae]
- ① fr the moment when, (ever) since (syn απόταν, αποτότε που, αφόταν, αφότου):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφησμα [áfizma] το,
- act of letting go or releasing (syn αμόλημα 1, απόλυμα 1)
[fr postmed (Somavera) άφησμα, der of αφήνω (fr aor stem αφησ-, άφησα)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφησμένος s. αφημένος.
[Λεξικό Κριαρά]
- αφησμός ο.
-
- Tο να αφήνει, να εγκαταλείπει κανείς κ.:
- (Πεντ. Έξ. XXIII 5).
[<αόρ. του αφήνω + κατάλ. ‑μός]
- Tο να αφήνει, να εγκαταλείπει κανείς κ.: