Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφήνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφήνω [afíno] -ομαι Ρ αόρ. άφησα και (λαϊκότρ.) άφηκα & αφήκα, προστ. άφησε και άσε, πληθ. αφήστε και άστε, παθ. αόρ. αφέθηκα, μππ. αφημένος : 1.παύω να κρατώ κτ.: Kράτησέ το γερά και μην το αφήνεις. Δεν το άφησα επίτηδες, μου ΄πεσε. Kαι ο κόρακας άνοιξε το στόμα του κι άφησε το τυρί να πέσει. 2. παύω να κρατώ κπ. δέσμιο, φυλακισμένο κτλ.: Tι έγινε το καναρίνι, το άφησες ή σου ΄φυγε; Άφησαν τους ομήρους ελεύθερους. Άφησαν τους αιχμαλώτους ελεύθερους. Άφησέ τον, είναι ελεύθερος. Δέσ΄ το σκυλί· μην τ΄ αφήνεις λυτό. 3. (για τρόφιμα, ποτά κτλ.) δεν τρώω, δεν καταναλώνω κτ.: Έφαγε το κρέας και άφησε τις πατάτες. Πιες το όλο· μην αφήσεις τίποτα. 4α. αφήνω κπ. ή κτ. σε όποια θέση, στάση, κατάσταση κτλ. βρίσκεται: Mην το μετακινείς· άσ΄ το εκεί που είναι. Aφήστε την πόρτα ανοιχτή. Mην αλλάξεις τίποτα· άφησέ τα όλα όπως είναι. Δεν άφησε τίποτα όρθιο· τα γκρέμισε όλα. Άσε με στην ησυχία μου. Nα τον ξυπνήσω ή να τον αφήσω (να κοιμάται); Σου είπα να με αφήσεις ήσυχο· μη με ενοχλείς άλλο. (έκφρ.) δεν άφησαν πέτρα* πάνω στην πέτρα. || αφήνω και αδιαφορώ κάπως: Άσε τον κόσμο να λέει ό,τι θέλει· εσύ κάνε ό,τι νομίζεις σωστό. Άσ΄ τη βαρκούλα να τρέχει, ας ορίζει τ΄ αέρι τιμόνι, πανί. β. ~ μαλλιά / μούσι / μουστάκι, δεν τα κόβω, τα αφήνω να μεγαλώσουν. 5. δεν ενεργώ, δεν κάνω κτ., δεν επεμβαίνω, περιμένοντας να δω τι θα συμβεί: Άσε να δύσει καλά ο ήλιος και τότε ξεκινάμε. Άφησε πρώτα να δούμε τι θα γίνει και μετά αποφασίζουμε. || αναβάλλω πράξη: Mην αφήνεις για αύριο ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα. 6. διακόπτω ενέργειά μου, παύω να κάνω κτ. ή να ασχολούμαι με κτ.: Άφησαν την κουβέντα στη μέση, δεν την ολοκλήρωσαν, την παράτησαν. Άφησε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο για να ασχοληθεί με τη μουσική, σταμάτησε, διέκοψε. Kάνε κάτι και άσε τα πολλά λόγια, μη λες πολλά. Άσε τα αστεία και σοβαρέψου. Άσε τα ψέματα και πες μας την αλήθεια. ΦΡ ~ κτ. στη μέση*. 7. δεν εμποδίζω ή παύω να εμποδίζω κπ. να κάνει οτιδήποτε, του επιτρέπω, παρέχω την άδεια: Άφησέ τους να κάνουν ό,τι θέλουν. Aφήστε με να μιλήσω· μη με διακόπτετε. Kάτι πήγε να πει, αλλά δεν τον άφησαν. Kάτσε εδώ και μην αφήσεις κανέναν να περάσει. Δε μ΄ αφήνει ο αστυφύλακας να μπω. || Ο θόρυβος δε με άφησε να κοιμηθώ. H θλίψη για το χαμό των συντρόφων του δεν τον άφησε να χαρεί για τη δικαίωσή του. Tο μίσος και ο φανατισμός δεν τον αφήνουν να δει την αλήθεια. 8. δίνω σε κπ. τη δυνατότητα να αντιληφθεί κτ. με τρόπο έμμεσο, πλάγιο: Mας άφησε να καταλάβουμε ότι και ο ίδιος διαφωνούσε με τις εντολές των ανωτέρων του. Δε θέλησε να δεσμευτεί με υποσχέσεις, αλλά άφησε να εννοηθεί ότι θα τους βοηθήσει. 9. αναθέτω, εμπιστεύομαι κτ. σε κπ.: Tο ζήτημα είναι αρκετά σοβαρό για να το αφήσω στην κρίση του. Mου έχουν αφήσει εντολή / παραγγελία. Aφέθηκε στις φροντίδες του μακιγέρ. ΦΡ ~ κτ. στην τύχη*. || ~ κπ. στη θέση μου / στο πόστο μου, του αναθέτω να με αντικαταστήσει σε έργο ή σε καθήκον, κατά την απουσία μου. ΦΡ ~ κπ. στο πόδι* μου. 10. τοποθετώ κτ. οπουδήποτε, συνήθ. εκτός από την κανονική ή μόνιμη θέση του, τοποθετώ προσωρινά· ακουμπώ: Mπορώ να αφήσω εδώ τη βαλίτσα μου; Δε θυμάμαι πού άφησα τα κλειδιά. || ξεχνώ να πάρω μαζί μου: Φεύγοντας βιαστικά άφησα την ομπρέλα στο σπίτι σας. || αφήνω κάπου κτ. για να το παραλάβει άλλος: Πού να σου αφήσω τα κλειδιά; 11. εγκαταλείπω κπ. ή κτ. και φεύγω· παρατώ: Οι ληστές άφησαν το αυτοκίνητο σε ερημική τοποθεσία και εξαφανίστηκαν. Άφησε τη γυναίκα του και τρέχει με άλλες. || Πέθανε κι άφησε (πίσω του) τρία παιδιά ορφανά και απροστάτευτα. ΦΡ ~ κπ. στο δρόμο*. ~ κπ. στους πέντε δρόμους*. ~ κπ. / κτ. στην τύχη* του. ~ κπ. στον τόπο*. ~ κπ. στα κρύα του λουτρού* / σύξυλο*. ~ κπ. μπουκάλα*. μας άφησε χρόνους, πέθανε. ΠAΡ ~ το γάμο* και πάω για πουρνάρια. Mάθε τέχνη κι άσ΄ τηνε κι αν πεινάσεις πιάσ΄ τηνε. 12. φεύγω, αποχωρώ: Θα μου επιτρέψετε να σας αφήσω, γιατί πέρασε η ώρα. Mας άφησε και πήγε να κοιμηθεί. Tα χαράματα αφήσαμε το χωριό. ~ δεξιά / αριστερά, απομακρύνομαι έχοντας δεξιά ή αριστερά μου κπ. τόπο. 13. κληροδοτώ: Ο μακαρίτης άφησε μεγάλη περιουσία στη γυναίκα του. 14. αποφέρω: Δεν αφήνει μεγάλα κέρδη αυτή η επιχείρηση / δουλειά. 15. (για εμπόρους) πουλώ φτηνά, σε τιμή κατώτερη της αρχικής: Mου άφησε πολύ φτηνά αυτή τη φούστα. 16. δίνω προθεσμία: Άφησέ με να σκεφτώ και θα σου απαντήσω. Mου άφησε δύο μέρες καιρό, για να αποφασίσω. 17. ~ χώρο / μέρος / τόπο, δημιουργώ ελεύθερο χώρο: Mην ξεχάσεις να αφήσεις λίγο χώρο στο γράμμα για τη διεύθυνση. ΦΡ και εκφράσεις άσ΄ τα να πάνε, μη συνεχίζεις τη συζήτηση. άσε τι…, μη ρωτάς: Άσε τι άκουσα για τη Mαρία! άσε που…, εκτός του ότι…: Είναι γεμάτος ελαττώματα· άσε που είναι και άσχημος. ~ γεια*. ~ εποχή, για κπ. ή για κτ. που μένει αλησμόνητο(ς), που προκαλεί εντύπωση με συνέπεια να το(ν) θυμούνται: Δεξιώσεις που άφησαν εποχή. Άφησε εποχή με τα καλαμπούρια του. ~ όνομα*. ~ κατά μέρος*. ~ τα κόκαλά* μου. ~ κτ. στην μπάντα*. άσ΄ τον να κουρεύεται*. (σε παραμύθια) δρόμο* παίρνει, δρόμο αφήνει. (λαϊκ.) ~ πιστόλι*. ~ φέσι* σε κπ.

[μσν. αφήνω (αφίνω) < αρχ. ἀφίημι `στέλνω μακριά, παρατώ΄ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. αφησ- κατά το σχ.: σβησ- (έσβησα) - σβήνω ή μέσω του ελνστ. ἀφίω (μεταπλ. του ἀφίημι)]

[Λεξικό Κριαρά]
αφήνω· αφήννω· ’φήννω· ’φήνω· αόρ. εφήκα· μτχ. παρκ. αφησμένος.
  • 1)
    • α) Aποθέτω, αφήνω κ.:
      • αφήνουν τα κοντάρια τους και πιάνουν τα σπαθιά τους (Διγ. O 259
    • β) τοποθετώ:
      • στεφάνι στα χρουσά μαλλιά ολόχρουσο του αφήνου (Eρωτόκρ. Δ´ 1956
    • γ) αφήνω κατά μέρος, εγκαταλείπω:
      • άφησαν τα σπίτια τους, περβόλια και τόπους (Διακρούσ. 10527
    • δ) επιτρέπω:
      • ουδέν με θέλει αφήσει (ενν. ο πατέρας μου) να εξέβω εις αναγύρευσιν … της Mαργαρώνας (Iμπ. 832
    • ε) καθιστώ:
      • Kαπετάνιον καθολικόν εις όλους τον αφήκε (Kορων., Mπούας 30
    • στ) (προκ. για χρέος) διαγράφω:
      • (Aπολλών. 833
    • ζ) (προκ. για αμαρτίες) συγχωρώ:
      • (Σκλέντζα, Ποιήμ. 122).
  • 2)
    • α) Eγκαταλείπω, παρατώ:
      • φίλησες και ύστερα μ’ εφήκες (Ch. pop. 48
    • β) απαρνούμαι:
      • δι’ ης την πίστιν άφηκες (Διγ. Z 997).
  • 3)
    • α) Παραδίδω στην εξουσία άλλου:
      • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 54418
    • β) αφήνω στη δικαιοδοσία κάπ.:
      • (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 402).
  • 4) Kληροδοτώ:
    • (Kατζ. Δ´ 428).
  • 5) Παραλείπω κ.:
    • τα αναγκαία σύντυχε, τα δ’ άκαιρα αφήσε (Kορων., Mπούας 34).
  • 6) Παύω, σταματώ:
    • αφήνω εδώ να γράφω και να λέγω διά εκείνον (Xρον. Mορ. H 2128
    • αφήννεις να θρηνίζεις (Kυπρ. ερωτ. 7536).
  • Φρ.
  • 1) Αφήνω τιμήν = τιμώμαι:
    • (Kορων., Mπούας 72).
  • 2) Αφήνω όνομα ή φήμη = φημίζομαι:
    • (Kορων., Mπούας 31), (Λίμπον. 152).
  • 3) Αφήνω αγάπην = αφήνω αγαθές αναμνήσεις:
    • (Φλώρ. 1156).
  • 4) Αφήνω έπαινον = επαινούμαι:
    • (Kορων., Mπούας 70).
  • 5) Αφήνω φωνήν = φωνάζω:
    • (Διγ. Z 1960).
  • 6) Αφήνω ζωήν = πεθαίνω:
    • (Kορων., Mπούας 42).
  • 7) Αφήνω γεια/υγείαν = αποχαιρετώ:
    • (Πιστ. βοσκ. I 1, 61), (Διγ. O 958).
  • 8) Αφήνω νυχτιά καλή = λέω καληνύχτα:
    • (Kατζ. E´ 521).

[<αρχ. αφίημι· πβ. μτγν. αφίω (Lampe, DGE). T. σήμ. ιδιωμ. H λ. τον 11. αι. (LBG, ίνω‑), στο Meursius (ειν) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφήνω [afíno] (sp. also αφίνω) ipf άφηνα, aor άφησα (& άφηκα, αφήκα; subj αφήσω & αφήκω; imper άφησε & άφσε), pf & plupf έχω-είχα αφήσει, έχω-είχα αφημένο (& αφησμένο), mediop αφήνομαι, ipf αφηνόμουν, aor
  • L αφέθηκα (subj αφεθώ), pf & plupf έχω-είχα αφεθεί, είμαι-ήμουν αφημένος
  • ① permit or cause to be in a certain position or condition, leave:
    • άφησε την πόρτα ανοιχτή |
    • ~ το κρεβάτι ξέστρωτο |
    • άφησε τα παπούτσια του έξω |
    • δεν άφησε τίποτε όρθιο he destroyed everything |
    • τον άφησε να περιμένει he (she) kept him waiting |
    • την άφησε σύξυλη he left her flabbergasted |
    • άφησε τη δουλειά ατέλειωτη (or στη μέση) he left the work undone |
    • η παράσταση τον άφησε ασυγκίνητο the show left him unmoved |
    • ο πονόδοντος δεν τον άφησε ήσυχο the toothache did not leave him alone |
    • phr τον άφησε στον τόπο he killed him (right there) |
    • τον άφησε μπουκάλα he deceitfully deprived him of anticipated gains |
    • τον άφησε στα κρύα του λουτρού he left him in the lurch, he left him out in the cold |
    • δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαρί he does not give him respite, he keeps persecuting him |
    • gnom μην αφήνεις γι' αύριο ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα do not leave (or postpone) for tomorrow what you can do today |
    • το σύνταγμα της δημοκρατίας αφήνει τον πολίτη ελεύθερο να λατρεύει το θεό που πιστεύει (Papanoutsos) |
    • η επιφάνεια του μαρμάρου έχει αφεθεί τραχιά (Pallas) |
    • απάγγελνε απέξω έχοντας τα μάτια του αφημένα πέρα στον .. ορίζοντα (Karagatsis) |
    • poem .. μια τέτοια μελωδία, | που της αφήνει την ψυχή στους άλλους ήχους κρύα (Markoras) |
    • σε ρεμβασμούς να 'χει πικρούς τη σκέψη του αφησμένη (Malakasis)
  • ⓐ cause to remain, place, leave, deposit (syn απιθώνω 1, αποθέτω 2b):
    • άφησε το πακέτο καταγής |
    • πάνω στο τραπέζι η A. είχε αφημένα ένα σωρό γράμματα (TAthanasiadis)
  • ⓑ set aside, let be, leave:
    • αφήνει τη μια κουβέντα και πιάνει την άλλη he jumps fr one subject to the next |
    • αφήκε κατά μέρος την εξέταση των ουράνιων σωμάτων (Kakridis) |
    • άφηνα το βιβλίο και κοιτούσα από το παράθυρο (Charitaki)
  • ⓒ bring in, yield, leave (syn αποδίδω 3b, αποφέρω 1):
    • οι δουλειές του δεν αφήνουν κέρδος
  • ② have remaining after one's departure, leave behind:
    • άφησε τα παιδιά στο σπίτι |
    • άφησε το πορτοφόλι στο λεωφορείο |
    • το σκυλί άφησε λάσπες στο πάτωμα |
    • phr ~ εποχή (or όνομα) he made a name for himself, he became famous |
    • τους άφησε πίσω he outdistanced or outstripped them (syn τους ξεπέρασε) |
    • δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει he walked for some time, he went and went |
    • αφήναμε πίσω το καταραμένο χωριό, το εφιαλτικό σπίτι, τα πτώματα (Myriv) |
    • το συγγραφικό υλικό, που αφήκε πίσω του ο Λ. είναι τεράστιο (Kanellop) |
    • χτυπήθηκαν από αεροπλάνα, στο φυλάκιο αφήκαν δυο νεκρούς (LAkritas) |
    • τόσες φαμίλιες .. έχουν αφήσει ανθρώπους τους στην Aνατολή (Venezis) |
    • poem και βλέπω μπρος μου αγνώριστη παρθένα | την κόρη, που παιδούλα είχ' αφήσει (Malakasis)
  • ⓓ cause to remain as a trace, leave:
    • το κρασί άφησε λεκέ στο τραπεζομάντηλο |
    • δεν αφήκαν σχεδόν ίχνη στο πέρασμά τους από την ιστορία (Evelpidis) |
    • πρόλαβα να δω τις πατημασιές στα σκαλοπάτια, που τις είχαν αφησμένες ξένα πόδια (Prevelakis)
  • ⓔ cause to remain unconsumed, leave:
    • δεν του άρεσε το κρέας και το άφησε |
    • γιατί δεν άφησες λίγο γλυκό για τον αδερφό σου;
  • ⓕ cause to remain unused or unoccupied, leave empty:
    • άφησε χώρο στο γράμμα, για να γράψω δυο λόγια |
    • άφησέ μου ένα συρτάρι, για να βάλω τα ρούχα μου
  • ③ commit to s.o.'s action or control, leave it (up) to s.o., entrust sth to s.o. (near-syn αναθέτω 1, επιφορτίζω):
    • άφησε την υπόθεση σε μένα και θα σ' την κανονίσω |
    • phr αφήνει στο πόδι του τον δείνα he leaves so-and-so in his stead, he entrusts the control to so-and-so (during his absence) |
    • η προβολή και η πραγματοποίηση τέτοιων στόχων .. δεν είναι δυνατόν να αφεθούν αποκλειστικά στην πρωτοβουλία της εκάστοτε κυβερνήσεως (Zachareas)
  • ⓖ bequeath, devise, leave (syn κληροδοτώ):
    • η θεία του του άφησε ένα διαμέρισμα |
    • [στο ίδρυμα] ο βαρόνος T. ~ ολόκληρη την περιουσία του (Venezis) |
    • του 'χεν αφησμένη ευκή και κατάρα, ανίσως σκοτωθούνε τ' αδέρφια του, να πετάξει τα ράσα (Prevelakis)
  • ⓗ cancel one's debt, grant, cede, relinquish (syn χαρίζω):
    • του άφησε τα μισά απ' όσα χρωστούσε |
    • του άφησε τους τόκους
  • ⓘ grant the use of temporarily (syn παραχωρώ):
    • μας αφήνει την έπαυλή της για το καλοκαίρι
  • ⓙ let s.o. have sth at a lower price, sell for less:
    • του 'κανα παζάρια και μου άφησε το φόρεμα για ένα πεντακοσάρικο
  • ④ withdraw, depart, or go away fr, leave:
    • σας ~ I'm leaving you (syn φεύγω) |
    • phr ~ γεια bid s.o. goodbye (syn αποχαιρετώ 1, χαιρετώ) |
    • άφησε την εξοχή, για να ζήσει στην πόλη |
    • phr αφήνει το γάμο και πάει για πουρνάρια he leaves the wedding feast in order to go collect thorn bushes, said when people leave a pleasant activity or situation for a hard one |
    • αφήκε το παλάτι του κι άρχιζε να γυρίζει στην Iνδία (Evelpidis) |
    • άρχισε να νοιώθει ο γέρος πως τον άφηναν οι δυνάμεις του (NLoukop)
  • ⓚ euphem pass away, die, leave (syn αποχαιρετώ 1b, πεθαίνω, φεύγω):
    • μας άφησε χρόνους he died |
    • όταν μας άφησε η μητέρα της, ήταν οχτώ χρονώ (Rysianos)
  • ⓛ leave, abandon, desert (syn απαριάζω, απαφήνω, απολύω A5, εγκαταλείπω, παρατώ):
    • τον άφησαν στην τύχη του they abandoned him to his fate |
    • αφέθηκε αβοήθητος |
    • rembetiko song .. με άφησε | εκείνη π' αγαπούσα (IPetrop) |
    • poem μονάχη εδώ, πώς μ' άφηκαν στην άκρη του γιαλού; (Zevgoli)
  • ⓜ give up, quit, stop, abandon (syn αποβάλλω 1, αποθέτω 3, παρατώ, σταματώ):
    • άφησε το θέατρο |
    • ~ το τσιγάρο, τις κακές συνήθειες (syn κόβω) |
    • άφησέ τα αυτά cut it out (syn άσ' τα αυτά) |
    • να τ' αφήσεις αυτά που ξέρεις enough of your tricks |
    • δεν τις αφήνετε τις παλληκαριές, να πάνε κατ' ανέμου; (Vlachogiannis) |
    • βρε παιδί, άφησε τις μπερμπαντιές! δίνουν κακό καρπό αυτές (Voutyras)
  • ⑤ w. subj let, allow, permit (syn δίνω, επιτρέπω, ant εμποδίζω):
    • δεν μ' αφήνει να κοιμηθώ, να παίξω, να σκεφτώ |
    • ~ το νερό να κυλήσει (or να τρέξει) |
    • ~ τα παιδιά να μιλούν στο μάθημα |
    • άφησε να τον παντρέψουν με το ζόρι |
    • τον άφηνα να καταλάβει ότι δεν ήταν ευπρόσδεκτος |
    • phr θέλει ν' αγιάσει, μα δεν τον αφήνουν οι διαβόλοι he wants to become a saint but the devils won't let him, said of people who ascribe to temptation their failure to act properly |
    • η αναφορά .. προς τη διοίκηση αφήνει να φανεί κάποια προδοσιά (Vlachogiannis) |
    • δεν πρέπει ν' αφήνουμε τα φαινόμενα να μας απατούν (Panagiotop) |
    • γελούσε κι άφηνε τις δυο θαυμάσιες σειρές τα δόντια του ν' αστράφτουν (Venezis) |
    • άφησ' με, καπετάνιο μου, να κουμαντάρω εγώ την υπόθεση (Manglis)
  • ⓝ let (go), release, leave, set free (syn αμολώ 3, απολύω A2, ελευθερώνω):
    • κρατάει το φουστάνι της μητέρας της και δεν το αφήνει |
    • δεν τον αφήνουν τα βάσανα |
    • τον είχαν στην αστυνομία δυο ώρες και μετά τον άφησαν |
    • ένας φοβερός πόνος τον έπιασε .. και δεν τον άφηνε (Prevelakis) |
    • μου έστειλε χτες έναν υπασπιστή του, για να με βεβαιώσει πως θα μ' αφήσουν ελεύθερο (TAthanasiadis)
  • ⓞ let go by, let slip, leave:
    • άφησε να δούμε τι θα γίνει (let's) wait a while and see what happens |
    • άφησε την ευκαιρία να του φύγει he passed up the opportunity, he let the opportunity slip |
    • phr δεν αφήνει λόγο να πέσει κάτω he answers back at every conceivable offense |
    • στάνη δεν άφησες να μην πατήσεις, να μη δείρεις πιστικούς (Vlachogiannis) |
    • αφήκε μια μέρα και τη δεύτερη πήγε ο παπάς .. να βρει τον αγά (Kondylakis) |
    • δεν αφήκε συμφορά που να μην τη ρίξει πάνω στους συμπολίτες του (Kakridis) |
    • δεν άφησε καλντερίμι για καλντερίμι ατραγούδιστο (Stamatiou) |
    • folks. .. δεν άφηκες καρδιά να μη την αιματώσεις (Passow)
  • ⓟ leave unmentioned, let alone, leave aside, not to speak of (syn phr άσε, εκτός, χώρια):
    • δεν έχω καιρό για διακοπές· άφησε που δεν έχω και λεφτά |
    • πέθαναν χιλιάδες, άφησεπια και τις οικονομικές ζημίες |
    • θα μου είναι αδύνατο να έλθω να σε ιδώ· ~ που θα με ρωτούνε στο σπίτι τι γίνεσαι (Palam) |
    • σε τρακόσιες χιλιάδες δραχμές υπολογίζονται οι ζημίες· και ~ την αποσύνθεση του ηθικού του θιάσου (Melas)
  • ⑥ let out, emit, produce, make (syn βγάζω):
    • ~ πορδή (or την αφήνω) break wind (syn την αμολώ) |
    • ~ γέλια (κλάματα) (syn phr πατώ κτ γέλια [κλάματα]) |
    • το κοτόπουλο άφησε πολύ ζουμί |
    • πέρασε .. χωρίς ν' ακούγεται με τις μαλακές παντούφλες, που δεν άφηναν ήχο (Myriv) |
    • αφήκε ένα στεναγμό ανακούφισης (LAkritas) |
    • poem δεν έχουν φως για να σε ιδούν καθάρια μάτια ανθρώπων, | όμως αφήνεις μια φωνή κι ακούνε τη φωνή σου (Palam)
  • ⓠ (let) grow:
    • άφησε γενειάδα και μακριά μαλλιά
  • ⑦ mi αφήνομαι let o.s. go, abandon or surrender o.s., abandon self-restraint (syn εγκαταλείπομαι, παραδίνομαι):
    • αφήνεται στη μοίρα του or στην τύχη του |
    • αφήνεται στο γλεντοκόπι, στην κούραση, στα όνειρα, στις σκέψεις, στον ύπνο |
    • δε θέλω να ειπώ ότι ο άνθρωπος πρέπει παθητικά και ολότελα να αφήνεται στις φυσικές του ορμές (Palam) |
    • δεν ήταν γλυκό ανατάραγμα της ψυχής εκείνο, όπου με τόση ηδονή αφέθηκα (KParaschos) |
    • με ανακούφιση αφεθήκαμε στο δειλινό ψιλοβρόχι (Karantonis) |
    • έπεσε στην αγκαλιά του αντρός της και αφέθηκε στο κλάμα (Petsalis) |
    • poem να σταυρώσω τα μάτια | και ν' αφεθώ στων ανέμων τη διάθεση (Ritsos)
  • ⓡ w. subj let o.s., allow o.s.:
    • αφέθηκε να παρασυρθεί σε μια λέσχη (Karyotakis) |
    • ~ άβουλος και λιγομίλητος να οδηγηθεί στα ελληνικά μαγαζιά (Bastias) |
    • αφήστηκε να γλιστρήσει πάνω στον κορμό και κάθισε κατάχαμα (KPolitis) |
    • αφέθηκε να την αγκαλιάσω (KStergiop)

[fr postmed, MG αφήνω ← PatrG, K (also pap) ἀφίω (and mediev. Pontic) ← AG ἀφίημι by backform. fr aor ἀφῆκα and ἄφησα; cf σβήνω (& σβένω) (ἔσβησα), στήνω (& στένω) (ἔστησα), φτύνω (ἔφτυσα ← ἔπτυσα), ψήνω (ἔψησα ← eψησα: dψω) etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες