Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφήλιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφήλιο το [afílio] Ο40 : (αστρον.) το σημείο της τροχιάς ενός πλανήτη ή άλλου ουράνιου σώματος του ηλιακού μας συστήματος το οποίο έχει τη μεγαλύτερη απόσταση από τον ήλιο. ANT περιήλιο. H Γη βρίσκεται στο αφήλιό της γύρω στις 3 Iουνίου.

[λόγ. < γαλλ. aphélie < αρχ. ἀφ- (ἀπό) + ἥλ(ιος) -ιον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφήλιο [afílio] το, (L) astr
  • point in a planet's or comet's orbit most distant fr the sun, aphelion (ant περιήλιο)

[fr kath (neol: Koumanoudis) το αφήλιον (sc σημείον), substantiv. n of kath adj αφήλιος (Koumanoudis: 1825), cpd w. pref αφ- & ήλιος; cf απόγαιο, απόγειο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες