Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφήγηση η [afíjisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αφηγούμαι, η παρουσίαση, σε συνεχή προφορικό ή γραπτό λόγο και κατά χρονική ή λογική σειρά, ενός γεγονότος· (πρβ. διήγηση, αφήγημα, διήγημα): Πληροφορηθήκαμε τα συμβάντα από αφηγήσεις ταξιδιωτών.
[λόγ. < αρχ. ἀφήγη(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφήγηση [afíyisi] η, (L)
- ① (act or process of) narration, recounting (syn διήγηση, εξιστόρηση):
- ήρεμη, προφορική ~ |
- κινηματογραφική ~ |
- ~ της ιστορίας, της μάχης |
- ~ δραματικών περιστατικών |
- θα προχωρήσω στην ~ του ταξιδιού μου (Thrylos) |
- η λαϊκή στιχουργία περιορίστηκε στην ~ τραγικών ή αστείων γεγονότων (Loukatos) |
- στην αφήγησή του είναι αμερόληπτος (Kanellop) |
- ιστορία δεν είναι μόνο η μελέτη περασμένων γεγονότων, αλλά και η αφήγησή τους (Evelpidis)
- ② narrated story, narration, narrative, account (syn διήγηση, εξιστόρηση, near-syn ιστορία):
- ακριβόλογη, έμμετρη, ηρωική, λογοτεχνική, συνταρακτική ~ |
- διαβάζει αφηγήσεις των περιηγητών |
- παραθέτω την ~ του τελευταίου δείπνου, που έκαμαν μαζί ο Mακρυγιάννης κι ο Γκούρας (Theotokas) |
- περιορίζομαι στις λογοτεχνικές περιοχές, που μου είναι πιο οικείες, δηλαδή την ~ και το θέατρο (id.) |
- η ~ του Hρόδοτου κρατεί όλη τη δροσιά και την άνεση του λαϊκού λόγου (Kakridis) |
- χάνεται μέσα στις παλιές αφηγήσεις, που τις άκουγαν οι μικροί (Valetas)
[fr kath αφήγησις ← MG, PatrG ← K, AG (ἀφήγησις); cf διήγησις (Plato+), ἐξ- (Thuc.+), περι- (Herodot.+) etc]
- ① (act or process of) narration, recounting (syn διήγηση, εξιστόρηση):