Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφήγημα
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφήγημα το [afíjima] Ο49 : γραπτό έντεχνο κείμενο που εξιστορεί μια κατάσταση ή ένα απλό γεγονός, χωρίς να έχει την πλοκή ή την υπόθεση του διηγήματος· (πρβ. αφήγηση, διήγηση): Tα όρια μεταξύ αφηγήματος και διηγήματος είναι δυσδιάκριτα.

[λόγ. < αρχ. ἀφήγημα `διήγηση΄ σημδ. γαλλ. récit]

[Λεξικό Κριαρά]
αφήγημα το· αφήγημαν· ’φήγημα(ν).
  • Ό,τι αφηγείται κανείς:
    • (Λίβ. Esc. 2807).

[αρχ. ουσ. αφήγημα. O τ. ’φήγημα και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφήγημα [afíyima] το, (L)
  • short story, narrative (syn διήγημα, ιστόρημα):
    • αυτοβιογραφικό, διδακτικό, ειδυλλιακό, ιστορικό, ποιητικό, πολεμικό ~ |
    • η Kρήτη ανέπτυξε το έμμετρο ~ περισσότερο από κάθε άλλη ελληνική περιοχή |
    • ο πεζογράφος που συνθέτει ένα ~ είναι την ίδια στιγμή και ο κριτικός του εαυτού του (Chatzinis) |
    • τα περισσότερα από τα μυθιστορήματα και τ' αφηγήματα, που γράφονται σήμερα, ανήκουν στην περιοχή .. του πυκνού μύθου (Panagiotop) |
    • σε μικρά αφηγήματα, σχεδόν χρονογραφικά, ανατέμνει τις πιο απίθανες .. καταστάσεις της πραγματικότητας (GIoannou) |
    • η ανεύρεση και καταγραφή παλαιών αφηγημάτων είναι .. επιτακτική (Loukatos)

[fr kath αφήγημα ← MG ← K, AG (LXX+; ἀπήγημα Herodot.), der of αφηγούμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφηγηματικά [afiyimatiká] adv (L)
  • as a story, in a narrative fashion, narratively:
    • έφτιαξε .. εννέα πίνακες, που αναπαριστούν ~ το χρυσό θρύλο της αγίας (Kanellop) |
    • το ιστορικό των προσώπων και των σχέσεών τους δεν σερβίρεται ~, περνάει στους διαλόγους (Melas) |
    • δεν υπάρχει βέβαια πολλή δράση μέσα στις σελίδες του και η εξέλιξη του μύθου προχωρεί περισσότερο ~ (Sachinis)

[der of αφηγηματικός]

[Λεξικό Κριαρά]
αφηγηματικός, επίθ.
  • Που σχετίζεται με την αφήγηση:
    • (Λίβ. N 2101).

[μτγν. επίθ. αφηγηματικός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφηγηματικός -ή -ό [afijimatikós] Ε1 : που ανήκει, αναφέρεται, ταιριάζει στην αφήγηση ή στο αφήγημα, ή που έχει τα χαρακτηριστικά τους: Aφηγηματική τεχνική. ~ λόγος. Aφηγηματικό ύφος / κείμενο. || που αφηγείται: Tα αφηγηματικά και τα διαλογικά μέρη ενός διηγήματος, μυθιστορήματος κτλ.

[λόγ. < ελνστ. ἀφηγηματικός `που διηγείται΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφηγηματικός, -ή, -ό [afiyimatikós] (L)
  • ① of or pertaining to narration, containing narration, narrative (syn διηγηματικός):
    • ~ λόγος, οίστρος, ρεαλισμός, τόνος |
    • αφηγηματική ιστορία, ομιλία, πεζογραφία, ποίηση, ταινία |
    • αφηγηματική απλότητα, δεξιοτεχνία, διάθεση, ενότητα, χάρη |
    • αφηγηματικό γράψιμο, διήγημα, τραγούδι, χρονικό |
    • αφηγηματικό ταλέντο |
    • αφηγηματικά και περιγραφικά χαρίσματα |
    • μένει πιστή στην κλασική αφηγηματική παράδοση (Karantonis) |
    • αφηγηματικό υλικό .. έφερναν κάθε τόσο μαζί τους όσοι ναυτικοί γύριζαν από τα ξένα (Kakridis) |
    • σπάζοντας τα καθιερωμένα αφηγηματικά καλούπια, εκφράζεται με τον τρόπο του εσωτερικού μονόλογου (LPolitis) |
    • το βιβλίο πρέπει να χρησιμοποιείται ως προς το αφηγηματικό του μέρος με προσοχή (Tsirpanlis)
  • ⓐ conveying a story, narrative:
    • αφηγηματική εικονογραφία |
    • δεν έπαψε να πλάθει, σ' αγάλματα ή σε αφηγηματικά ανάγλυφα, ωραία πρόσωπα (Kanellop) |
    • πρόθεση του ζωγράφου είναι η αφηγηματική πληρότητα (Pallas) |
    • χωρίζουμε τη δημοτική μουσική σε αργή αφηγηματική του τραπεζιού και σε γοργή ρυθμική του χορού (Loukatos)
  • ② characterized by the ability or propensity to narrate, given to narration:
    • ~ δάσκαλος, ζωγράφος |
    • στην κουβέντα του .. ήταν ή πλούσια ~ ή εκρηκτικός και παράφορος (Karantonis) |
    • οι φεύγοντες το Πάσχα από την Aθήνα γίνονται αφηγηματικοί ή έντονα μονολεκτικοί (Palaiologos, adapted) |
    • ο Σ. Συρόπουλος .. είναι πολύ αφηγηματικότερος από τον Λ. Xαλκοκονδύλη (Kanellop)

[fr kath αφηγηματικός ← MG ← LK, der of αφήγημα w. suff -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφηγηματικότητα η [afijimatikótita] Ο28 : η ικανότητα κάποιου να αφηγείται, το σύνολο των προτερημάτων που πρέπει να έχει μια καλή, τέλεια αφήγηση.

[λόγ. αφηγηματικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφηγηματικότητα [afiyimatikόtita] η, (L)
  • ① narrative form or quality:
    • η μονοτονία αυτή επαυξάνεται από την ~ των ποιημάτων (Dimaras) |
    • άλλος τρόπος που μπαίνει η πράξη στην ποίηση· την ~ την αντικαθιστά ο τραγικός λόγος (Tsatsos) |
    • η ραψωδιακή ~ του έπους το καθιστά ένα υλικό απρόσφορο για θεατρική δομή (Katrakis, adapted)
  • ② narrative skill (syn διηγηματικό) [fr kath (neol:
    • Koumanoudis

[1895]) αφηγηματικότης, der of αφηγηματικός w. suff -ότης; cf διακριτικότης, ηθικ-, λογικ-, φορτικότης (Aristotle) etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφηγηματογραφία [afiyimatoγrafía] η, (L)
  • art or practice of writing narratives (near-syn διηγηματογραφία)

[neol, der of αφηγηματογράφος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες