Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφέψημα το [afépsima] Ο49 : (λόγ.) γενική ονομασία για παρασκευάσματα από φυτικές ουσίες βρασμένες σε νερό, που πίνονται ζεστά (π.χ. τσάι, καφές, χαμομήλι κτλ.).
[λόγ. < ελνστ. ἀφέψημα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφέψημα [afépsima] το, (L)
- drinking liquid obtained by boiling or soaking leaves or fruit of a plant in water, decoction, infusion (syn ζεστό):
- το συνάχι το γιάτρευαν με ζεστά αφεψήματα |
- ως φάρμακο θα μου 'διναν ~ αψιθιάς κι άλλων χόρτων (Kondylakis) |
- περιγράφει την πρόχειρη θεραπευτική αξία .. του κακάου, του χαμομηλιού και άλλων παρόμοιων αφεψημάτων (Louros) [fr kath αφέψημα ← MG (CGL), LK (Dioscor. med.
[1st c. AD] +), der of AG (+) ἀφέψω 'refine by boiling off']
- drinking liquid obtained by boiling or soaking leaves or fruit of a plant in water, decoction, infusion (syn ζεστό):