Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφές
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
αφές ο,
βλ. αυθέντης.
[Λεξικό Γεωργακά]
άφες [áfes] 2sg imper, (L)
  • let (syn άσε, άφησε):
    • phr ~ αυτοίς let them be, don't judge them too harshly, don't bother w. them (said as an expression of generosity toward people who do not know what they are doing or as an expression of disdain) |
    • poem να κυβερνά η σοφία ~ των πραγμάτων | την τύχη μας κλ (Gryparis) |
    • κηλίδα του χιτώνα σου ~ με να γευθώ (Papatsonis)

[fr kath άφες ← AG (+), 2sg aor imper of ἀφίημι; cf also NT (Luke 23.34) πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άφεση η [áfesi] Ο33 : α.συνήθ. ~ αμαρτιών, συγχώρεση ηθικών αμαρτημάτων ή άλλων σφαλμάτων: Δίνω / παίρνω ~ αμαρτιών. β. (λογοτ.) εγκατάλειψη: H ~ στην ορμή της έμπνευσης δημιούργησε τις προϋποθέσεις της εύκολης στιχουργίας. || απαλλαγή από κτ. που δεσμεύει, περιορίζει ή από υποχρέωση.

[λόγ. < αρχ. ἄφε(σις) -ση `άφημα΄, ελνστ. σημ.: `συγχώρεση΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
άφεση [áfesi] η, gen άφεσης & αφέσεως, (L)
  • ① letting (o.s.) go, release, abandonment, surrender (syn εγκατάλειψη, παράδοση):
    • λυρική, ποιητική, συναισθηματική, ψυχική ~ |
    • η περιπέτεια είναι μια μορφή ελευθερίας, μια ~ στο ενδεχόμενο ή στο απρόοπτο (Panagiotop) |
    • ~ του χεριού μας σε μια συνεχή γραφή (Karantonis) |
    • ο έρωτας .. δεν είναι η ελεύθερη χαρά της άφεσης και η ανυποψίαστη μέθη των αισθήσεων (Sachinis)
  • ② discharge fr obligation or responsibility, release, remission (near-syn απαλλαγή 2b):
    • αργά ή γρήγορα θα ψηφιστεί γενική ~ των χρεών (Roufos)
  • ⓐ specif remission of sins, indulgence, absolution, forgiveness (syn συγχώρεση):
    • μας φανερώνει τον τρόπο, που θα πετύχουμε απ' τον ουράνιο πατέρα την ~ για τα κρίματά μας (Bastias) |
    • έκαναν εξομολόγηση των πιστών και τους έδιναν ~ αμαρτιών (ChZalokostas) |
    • να προσπέσει στο μεγάλο κριτή και να ζητήσει την ~ (Panagiotop) |
    • τα ωφελιμιστικά δόγματα της κοινωνικής αμαρτίας και της αφέσεώς της φέρνουν για καρπό τους ψευδολυτρώσεις (Papatsonis) |
    • poem μην ελπίζεις ~, μην περιμένεις χάρη (AMatsas)
  • ③ release fr (milit) service, discharge, retirement (syn απόλυση 1, αποστράτευση 1):
    • ήτανε χρόνια χωροφύλακας κι είχε πάρει τότε κοντά την άφεσή του (KChatzop)
  • ④ AG athl starting point in races, starting post, start (syn αφετηρία 1, βαλβίδα)

[fr kath άφεσις ← MG, PatrG ← K (also pap), AG ἄφεσις]

[Λεξικό Κριαρά]
άφεσις η.
  • 1) Συγχώρηση:
    • να έχουν … άφεσιν από τες αμαρτίες τους (Xρον. Mορ. H 492).
  • 2) Oικοσκευή, έπιπλα:
    • να λάβει … όλην την άφεσιν του οίκου (Aσσίζ. 14622).
  • 3) Eξοπλισμός πλοίου:
    • (Aσσίζ. 4714).

[αρχ. ουσ. άφεσις. H λ. και σήμ. (η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες