Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφέντρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφέντρα [aféndra] η,
  • ① female ruler, mistress, lady (syn αρχόντισσα 1, αφέντισσα 1, δέσποινα, κυρά):
    • η Aθηνά ήταν η μεγάλη θεϊκή μορφή, που κυριαρχούσε πάνω στην Aκρόπολη, ~ και προστάτισσα (Miliadis) |
    • η Σ. με τη Λ. μπαινοβγαίναν στο σπιτικό μας αφέντρες (Panagiotop) |
    • poem να την η Aυγούστα Θεοφανώ, παντού και πάντα ~, | για βασιλεύει στην καρδιά για κυβερνά στην Πόλη (Palam) |
    • αλί μας αν δεν είχανε κι ~ οι αφεντάδες! (Athanas)
  • ⓐ in voc, mode of respectful or endear. address ma'am, milady (syn κυρά):
    • γυναίκα μου, κυρά μου, ~ μου! να τα φορείς να χαίρεσαι (Karkavitsas) |
    • καλή σου εσπέρα, αφέντη· ~, προσκυνώ (Rotas) |
    • folks. και κάμ' εσπλάγχνος εις εμέ ~ και κυρά μου (Passow)
  • ② fig sth personified as a female having authority, rule, or supremacy, mistress, lady (syn αφέντισσα 2):
    • poem όμως πάντα δένει μας τα πόδια | μοίρα ~ (Palam)

[fr postmed, MG αφέντρα; cf K, MG αὐθέντρια, f of αὐθέντης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες