Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφέλεια η [afélia] Ο27 : ιδιότητα ή γνώρισμα αφελούς. α. έλλειψη επιτήδευσης· απλότητα: Παιδιάστικη ~. Nτύνεται με προσποιητή ~. β. απλοϊκότητα στη σκέψη: Tα πίστεψε από ~, ευπιστία. Είχα την ~ να πιστέψω στις υποσχέσεις του. Παιδική ~. γ. πράξη, λόγος κτλ. που δείχνει αφέλεια: Mη λες αφέλειες. δ. (συνήθ. πληθ.) είδος γυναικείου χτενίσματος που σκεπάζει το μέτωπο: Έκοψε τα μαλλιά της και τα έκανε με αφέλειες. Έχει / κάνει τα μαλλιά της αφέλειες.
[λόγ. < αρχ. ἀφέλεια (στις σημ. α-γ)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αφέλεια η.
-
- (Προκ. για πρόσωπο) έλλειψη νοημοσύνης· ανικανότητα:
- (Σφρ., Xρον. 17415, 16).
[αρχ. ουσ. αφέλεια. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για πρόσωπο) έλλειψη νοημοσύνης· ανικανότητα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφέλεια [afélia] η,
- ① unaffectedness, simplicity, naturalness, unselfconsciousness (syn απλοϊκότητα 1, απλότητα 3, φυσικότητα):
- μιλάει, παίζει με ~ |
- ο ενικός αριθμός, που μεταχειριζότανε η ~ της χωριατοπούλας, έκανε μια παράξενη ευχαρίστηση στον A. (Nirvanas) |
- άφηναν με ~ να πέφτει το μονόκλ από το μάτι (KPolitis) |
- είχε .. ωραιότατο σώμα και το έδειχνε με ~ (ChZalokostas) |
- σχόλια δεν απαιτούν τα δύο αυτά άψογα στην αφέλειά τους κείμενα (Dimaras)
- ② naïvety, innocence, guilelessness, freshness (syn αγαθοσύνη 2, αθωότητα 2):
- νεανική, παιδική, συγκινητική ~ |
- παίρνει ύφος αφέλειας |
- έσερνα στη φαντασία μου μια εικόνα της Mονεμβασιάς γεμάτη ζωηρότητα μαζί και ~ (Ouranis) |
- δε μπορεί να είναι κανείς ποιητής παρά διατηρώντας την ~ και την ευπιστία (Chatzinis) |
- έχουμε από καιρό χάσει την αφέλειά μας και ξεχάσει το πλατύ γέλιο, που λυτρώνει την ψυχή (Kakridis)
- ⓐ simplemindedness, naïvety (syn αγαθοσύνη 2b):
- μην έχετε την ~ να προσδοκάτε κοινωνική αναγνώριση (Theotokas) |
- είχε την ~ να σκέπτεται εθνικά (ChZalokostas) |
- με την ~ που με δέρνει έβλεπα τα πράγματα ρόδινα (Stratou)
- ⓑ simpleminded or foolish act or talk (near-syn ανοησία 2, βλακεία):
- έκαμε μιαν ~ |
- μη λες αφέλειες
- ③ quality or instance of inexpertness, lack of polish, unskillfulness, crudeness (syn απλοϊκότητα 2b):
- μια εικόνα αγίου σε μια γωνιά του δρόμου ζωγραφισμένη με ~ (Thrylos) |
- ο μύθος του [δεν] ξεφεύγει από τις συνηθισμένες απιθανότητες ή αφέλειες του συγγραφέα (Sachinis) |
- έβλεπε στον Σ. ασφαλώς πολλές αφέλειες, πολλές αδυναμίες, όχι μόνον καλλιτεχνικές (Chatzinis) |
- η αφέλειά του στην αφήγηση πολλές φορές είναι τέτοια, που αφήνει στη μέση την ιστορία για ν' αρθρογραφήσει (Melas)
- ④ loose lock of hair falling across the forehead, kiss-curl (near-syn τσουλούφι, φράντζα):
- φάνηκε .. ο φίλος· με το σομπρέρο στο χέρι, με την ~ ως τα φρύδια (Kazantz) |
- της σήκωσε τις καστανές της αφέλειες, τη φίλησε στο μέτωπο (Skipis) |
- φαινόταν να 'ναι η πιο μικρή κι είχε ξανθά μαλλιά με αφέλειες (Koumantareas)
[fr MG αφέλεια ← PatrG, K, AG, der of AG ἀφελής]
- ① unaffectedness, simplicity, naturalness, unselfconsciousness (syn απλοϊκότητα 1, απλότητα 3, φυσικότητα):