Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφέγγαρος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφέγγαρος -η -ο [aféŋgaros] Ε5 : που δεν έχει φεγγάρι: Aφέγγαρη νύχτα. Aφέγγαρο βράδυ. Άναστρος κι ~ ουρανός.

[α- 1 φεγγάρ(ι) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφέγγαρος, -η, -ο [aféŋgaros]
  • not moonlit, moonless (syn ασέληνος):
    • νύχτα ήταν, σκοτεινιά, ~ ο ουρανός (Petsalis) |
    • γάντζωνε τις αφέγγαρες νύχτες στις έρημες στεριές, για να ξεμπαρκάρει (Sfakianakis) |
    • είχαν δουλέψει σαββατιάτικο νυχτέρι στο αφέγγαρο πέλαγο (Plaskovitis) |
    • η μαρτιάτικη βραδιά ήταν αφέγγαρη κι υγρή (Chatzikostas) |
    • poem στο γρέγο, που τ' αφέγγαρο δροσίζει μεσονύχτι, | μακρύ ξεχύνουν θρόισμα τα ορθόψηλα πλατάνια (Gialouris)

[cpd w. φεγγάρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες