Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφάρμακος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφάρμακος, -η, -ο [afármakos] (L) med
  • involving no medicines, drugless:
    • αφάρμακη θεραπεία

[fr kath αφάρμακος ← postmed (Somavera) 'non poisonous' ← LK 'lacking medicinal properties', cpd w. φάρμακον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες