Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφάνταστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφάνταστος -η -ο [afándastos] Ε5 : που είναι τόσο μεγάλος, πολύς κτλ., ώστε δεν μπορεί να τον φανταστεί κάποιος, που ξεπερνά τα όρια και της πιο ζωηρής φαντασίας· απερίγραπτος, φοβερός: Aφάνταστη καταστροφή. ~ πόνος. || Είναι αφάνταστο πόσο υπέφερα. αφάνταστα ΕΠIΡΡ (συνήθ. ως επιτατικό επιθέτου που ακολουθεί): ~ μεγάλη καταστροφή.

[ελνστ. ἀφάνταστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφάνταστος, -η, -ο [afándastos]
  • unimaginable, incredible, inconceivable (syn απίθανος, απίστευτος):
    • ~ ηρωισμός, κόπος, πλούτος, πόνος |
    • αφάνταστη γοητεία, ευτυχία, καλοσύνη, παλληκαριά, ψυχραιμία |
    • αφάνταστη εκμετάλλευση, περιπέτεια, ποικιλία, ταχύτητα, τρομοκρατία |
    • αφάνταστες δυσκολίες, κακουχίες |
    • αφάνταστο μαρτύριο, πείσμα |
    • αφάνταστα δεινά, κέρδη, νέα |
    • ξοδεύει αφάνταστα ποσά |
    • βλέπω .. πώς υπακούουν σε καινούργιους αφάνταστους μηχανισμούς τα όπλα (Palam) |
    • τα μέσα της δημοσιότητας έχουν .. τελειοποιηθεί σε αφάνταστο βαθμό (Papanoutsos) |
    • σκηνοθετεί την πρώτη επίσημη εμφάνισή της με αφάνταστη δεξιοτεχνία (Panagiotop) |
    • είναι αφάνταστο μ' αυτό τον άνθρωπο· πάσχει από μια ανίατη .. συμπόνια (Terzakis) |
    • poem από αφάνταστ' ηδονή το κύμ' ανατριχιάζει (Karyotakis)

[fr PatrG, K ἀφάνταστος 'unimaginative', cpd w. φανταστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες