Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφάνα η [afána] Ο25 : (βοτ.) κοινή ονομασία για ποικίλους άγριους και ακανθώδεις θάμνους: Γέμισε ο τόπος αφάνες. Δύσβατο μονοπάτι μέσα από θυμάρια, σκίνα, πουρνάρια κι αφάνες.
[ελνστ. ή μσν. ἀφάνα < (;)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφάνα [afána] η, (& φάνα) bot
- ① any of various prickly shrubs of the genera Genista (syn αχινοπόδι) Euphorbia, or Poterium (syn αστοιβή) furze, spurge, whin:
- fig phr μαλλιά ~ unkempt hair |
- τα γένια του ψαρά κι αχτένιστα μοιάζανε με ~ (Dafnis) |
- οι αφάνες τού πλήγωσαν τα χέρια (Panagiotop) |
- η έκχωση δεξιά μας ήταν σκεπασμένη σ' όλο το μήκος της με ανθισμένες αφάνες (Valtinos)
- ② plant of the species Cichorium spinosum (syn ραδίκι της θάλασσας, σταμναγκάθι):
- κατά τη μεριά της θάλασσας δεν είχε παρά σκίνα, φάνες, σούρβελα κι αρμυρίκια (Lountemis) [fr MG (Du Cange) φάνα, (Souda) αφάνα (αφάννας gloss on Lat apinae 'trifles, nonsense'
[CGL, cod. φάννας]), der of AG (+) φανός]
- ① any of various prickly shrubs of the genera Genista (syn αχινοπόδι) Euphorbia, or Poterium (syn αστοιβή) furze, spurge, whin:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφανάτιστα [afanátista] adv (L)
- without fanaticism, not fanatically (ant φανατικά, φανατισμένα):
- έβλεπε ~, αντικειμενικά (Fteris) |
- ο διάλογος είναι κι εδώ πολύ καλός, η γλώσσα ~ δημοτική (Charis)
[der of αφανάτιστος2]
- without fanaticism, not fanatically (ant φανατικά, φανατισμένα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφανάτιστος -η -ο [afanátistos] Ε5 : ο μη φανατισμένος ή μη επιρρεπής σε φανατισμό: Ψύχραιμη και αφανάτιστη κρίση / θεώρηση.
αφανάτιστα ΕΠIΡΡ χωρίς φανατισμό. [λόγ. α- 1 φανατισ- (φανατίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφανάτιστος1 [afanátistos] ο, (L)
- person not imbued w. fanaticism (ant φανατικός):
- δραματική είναι η μοίρα των αφανάτιστων (Panagiotop)
[substantiv. m of αφανάτιστος2]
- person not imbued w. fanaticism (ant φανατικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφανάτιστος2, -η, -ο [afanátistos] (L)
- not fanaticized, not fanatical (ant φανατικός, φανατισμένος):
- ~ λόγος, τόνος |
- αφανάτιστη ιδέα, ιδιοσυγκρασία, συζήτηση |
- ο λαός ανεπηρέαστος και ~ επέλεξε την προεδρική δημοκρατία |
- η τέχνη και η επιστήμη .. είδαν με καθαρό, με αφανάτιστο μάτι την ελληνική πραγματικότητα (Charis) |
- ένας πραγματικά απροκατάληπτος και ~ άνθρωπος .. βρίσκει πάντα τον τρόπο να μη δουλωθεί στη μισαλλοδοξία (Panagiotop) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1892] αφανάτιστος, cpd w. *φανατιστός (: φανατίζω)]
- not fanaticized, not fanatical (ant φανατικός, φανατισμένος):