Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αφάγωτος, επίθ.
-
- Που δεν τον έφαγαν, αφάγωτος:
- κρες … αφάγωτο (Πανώρ. Γ´ 278).
[<στερ. α‑ + παθ. αόρ. φαγώθηκα του τρώγω. H λ. και σήμ.]
- Που δεν τον έφαγαν, αφάγωτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφάγωτος -η -ο [afáγotos] Ε5 : 1.που δεν έχει φαγωθεί: Είχε τόσα πολλά φαγητά που τα μισά μείνανε αφάγωτα. || (μτφ.): Προίκα αφάγωτη. Λεφτά / κεφάλαια αφάγωτα. ΠAΡ (Θέλει) και την πίτα* αφάγωτη και το σκύλο χορτάτο. 2. (σπάν.) που δεν έχει φάει· νηστικός, άφαγος.
[μσν. αφάγωτος < α- 1 φαγω- (δες τρώω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφάγωτος, -η, -ο [afáγotos]
- ① uneaten, unconsumed (ant φαγωμένος):
- folkt πήγανε το βράδυ να του βάλουν άλλο και βρήκανε το πρώτο αφάγωτο, ώστε δε βάλανε πλια γάλα (Megas) |
- θέλει να διατηρήσει και την πίτα αφάγωτη και το σκύλο χορτάτο (Kyriakidis)
- ⓐ inedible:
- όταν ρίχνεις τ' αλεύρι, αντί να χυλώσει γίνεται μια ζύμη αφάγωτη και τα πετάς όλα (Tsirkas) |
- poem η δόξα του έγινε τσουκνιάς, έγινε ψαροπούλι | κι έφαγε την αφάγωτην ακρίδα κλ (Palam)
- ⓑ unexpended, unspent, unsquandered (syn αξόδευτος 2):
- αφάγωτη περιουσία, προίκα
- ② not having eaten, hungry (syn άφαγος):
- αφού γύρισε από την αγγαρεία σχεδόν ~, ένοιωσε μια δυνατή ζαλάδα (Vlachos) |
- οι τσολιάδες .. τα σταμάταγαν [τα τανκς] αφάγωτοι, με την ψυχή στο στόμα (Stratou) |
- poem .. να φάνε πήγαν οι άλλοι | και μόνο εκείνος αγιομάτιστος κι ~ κρατιέται (Homer Il 19.346 Kaz-Kakr)
- ⓒ during which no food is consumed, foodless:
- poem διαβαίνουν μέρες πάλε αφάγωτες, τα σπλάχνα πάλε αδειάσαν (Kazantz Od 12.360)
[fr postmed αφάγωτος, cpd w. *φαγωτός (: φάγω); cf ακροφάγωτος, καλοφάγωτος etc]
- ① uneaten, unconsumed (ant φαγωμένος):