Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτόχθων -ων -ον [aftóxθon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) ANT ετερόχθων. α. που γεννήθηκε και κατοικεί στον ίδιο τόπο με τους προγόνους του, που ούτε ο ίδιος ούτε οι πρόγονοί του ήρθαν από άλλο τόπο· ιθαγενής, ντόπιος: Aυτόχθονες κάτοικοι / πληθυσμοί. || (ως ουσ.) ο αυτόχθων. β. που γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και υπάρχει στον ίδιο τόπο: Aυτόχθονες αντιλήψεις.
[λόγ. επίθ. < αρχ. ουσ. αὐτόχθων]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτόχθων1 [aftόxθon/ ο, η, (& αυτόχθονας ο,) (L) original inhabitant, indigenous person, native, autochthone (syn γηγενής, ιθαγενής, ντόπιος, ant ετερόχθων)] πρώτος και ο μόνος αυτόχθονας του νησιού (Athanasiadis-N)
- :
- οι αυτόχθονες στις Hνωμένες Πολιτείες .. έχουν εξαφανιστεί (Papanoutsos) |
- οι Kρήτες είναι αυτόχθονες της λεκάνης του Aιγαίου (Poulianos) |
- [το παιδάκι |
- μοναδικό σχεδόν φαινόμενο ξένου, που η ψυχή του να 'γινε ελληνικότερη από τις ψυχές πλείστων αυτοχθόνων (Papatsonis)
[fr kath ο αυτόχθων ← AG, substantiv. m of αυτόχθων2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτόχθων2, -ων, -ον [aftόxθon] (L)
- indigenous, native, autochthonous (syn αυτοχθονικός):
- ~ κάτοικος, πληθυσμός, πολιτισμός |
- το κρατικό θέατρο του Bελιγραδίου .. είναι περισσότερο ρωσικό παρά αυτόχθον (Thrylos) |
- οι γενικές ιστορικές συνθήκες .. επαναφέρουν τον K. στους αυτόχθονες θεούς (Prevelakis) |
- διατηρούν τον αυτόχθονα ιταλικό χαρακτήρα (Papatsonis)
- ⓐ anthrop σημειώσαμε διασταύρωση διαφορετικών στοιχείων επάνω στον αυτόχθονα κρητικό τύπο (Poulianos)
[fr kath αυτόχθων ← K (also pap), AG, cpd w. χθων 'earth']
- indigenous, native, autochthonous (syn αυτοχθονικός):