Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αυτόχθονος, επίθ.
-
- Εντόπιος:
- αυτόχθονοι και ξένοι (Γεωργηλ., Bελ. Λ 137).
[<αρχ. επίθ. αυτόχθων]
- Εντόπιος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτόχθονος, -η, -ο [aftόxθonos] (L)
- indigenous, native, autochthonous (syn αυτοχθονικός):
- ~ πληθυσμός |
- αυτόχθονη θεωρία, μειονότητα, παράδοση, τέχνη |
- αυτόχθονο προελληνικό στοιχείο |
- αυτόχθονα κοιτάσματα ανθράκων |
- τα νησιά αυτά είχαν .. έναν κοινό πολιτισμό αυτόχθονο και μεγάλο (Ouranis) |
- μόλις ξεφύγει η ισπανική ψυχή από .. την αυτόχθονη ιβηρική συνείδηση, .. αποξεραίνεται (Papatsonis) |
- η λαϊκότερη αυτή τέχνη αντιπροσωπεύει, νομίζω, άρτια την αυτόχθονη παραγωγή (MChatzidakis) |
- η δυναστεία των Mινώων ήταν κι αυτή αυτοχθόνου καταγωγής (Poulianos)
[fr kath αυτόχθονος ← postmed ← MG (Georgilas, Velisar.) ← AG, der of αυτόχθων]
- indigenous, native, autochthonous (syn αυτοχθονικός):