Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτόχειρας ο [aftóxiras] Ο5 θηλ. αυτόχειρας [aftóxiras] : αυτός που αφαιρεί θεληματικά την ίδια του τη ζωή, που αυτοκτονεί: Ο ~ έπασχε από μελαγχολία.
[λόγ. < αρχ. αὐτόχειρ, αιτ. -ειρα· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]