Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αυτόχειρα, επίρρ.
-
- Mε τα ίδια (μου) τα χέρια:
- αυτόχειρα βούλονται να τα πιάσουν (Φυσιολ. (Legr.) 694).
[<επίθ. αυτόχειρος (Ησύχ.· βλ. και LBG)]
- Mε τα ίδια (μου) τα χέρια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτόχειρας ο [aftóxiras] Ο5 θηλ. αυτόχειρας [aftóxiras] : αυτός που αφαιρεί θεληματικά την ίδια του τη ζωή, που αυτοκτονεί: Ο ~ έπασχε από μελαγχολία.
[λόγ. < αρχ. αὐτόχειρ, αιτ. -ειρα· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]