Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτόφωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτόφωτος -η -ο [aftófotos] Ε5 : ANT ετερόφωτος. α. (ιδ. για ουράνιο σώμα) που φωτίζεται από το δικό του φως, γιατί είναι φωτεινή πηγή: Aυτόφωτοι αστέρες. Aυτόφωτα ουράνια σώματα. Ο ήλιος είναι αυτόφωτο άστρο. β. (μτφ., για πρόσ.) που έχει και εκφράζει δικές του ιδέες, απόψεις κτλ.

[λόγ. < μσν. αυτόφωτος `απόλυτο φως΄ (ελνστ. αὐτόφως `πολύ φωτεινός) σημδ. αγγλ. self-lu minous ή γερμ. selbstleuchtend]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτόφωτος, -η, -ο [aftόfotos] (L) (& poet ατόφωτος)
:
  • αυτόφωτο άστρο |
  • στο αυτόφωτο τούτο μάρμαρο που φωσφορίζει καταλήγουν όλες οι αχτίδες της γης (Kazantz) |
  • δεν αληθεύει ότι όλοι οι πλανήτες είναι αυτόφωτοι (Tatakis) |
  • poem και σαν πετράδια ατόφωτα, σαν άμμου | χρυσού κλωνιά, χαρές και βάσανά μου, | θα γυαλίσουν μες στ' άτεχνα σονέτα (Mavilis)
  • ① fig having or projecting a spiritual or intellectual light of one's own, not relying on external influences (ant ετερόφωτος):
    • μερικές από τις αρχές της σχολικής θεωρίας .. τις θεωρούμε βασικά και αυτόφωτα αξιώματα (Papanoutsos) |
    • οι Γάλλοι φιλόσοφοι του διαφωτισμού δεν υπήρξαν αυτόφωτοι· επήραν στοιχεία .. από τους καλούς χρόνους της αθηναϊκής .. δημοκρατίας (Panagiotop) |
    • σιγά σιγά τον μεταμορφώνουν [τον μαθητευόμενο] σ' έναν αυτόφωτο πνευματικό οργανισμό (id.)

[fr kath αυτόφωτος ← PatrG, cpd w. φῶς; cf αμυδρόφωτος (ModG), αχνόφωτος (ModG), ετερόφωτος, διά- (ByzG), πάμ-, πολύ-, ομόφωτος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες