Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτόφωρος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτόφωρος -η -ο [aftóforos] Ε5 : (νομ.) 1α. (για παράνομη πράξη) που ο δράστης της γίνεται αντιληπτός τη στιγμή που τη διαπράττει ή αμέσως μετά: Στα αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να συλλάβει το δράστη. β. Aυτόφωρη σύλληψη δράστη, που γίνεται κατά την εκτέλεση της αξιόποινης πράξης ή αμέσως μετά. 2. (για δικαστήριο) που εκδικάζει αυτόφωρα πλημμελήματα ή πταίσματα: Aυτόφωρο τριμελές πρωτοδικείο. || (ως ουσ.) το αυτόφωρο. ΦΡ επ΄ αυτοφώρω, την ίδια στιγμή: Συνελήφθη επ΄ αυτοφώρω να κλέβει.

[λόγ. < αρχ. αὐτόφωρος `πιασμένος πάνω στην πράξη΄, η αλλ. της σημ. από παρερμηνεία της αρχ. φρ. ἐπ΄ αὐτοφώρῳ `πάνω στην πράξη΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτόφωρος, -η, -ο [aftόforos] (L) law
  • ① apprehended or detected at the time of perpetration, caught in the act, flagrant:
    • ~ κλέφτης |
    • αυτόφωρο κακούργημα, πλημμέλημα |
    • αυτόφωρη καταπάτηση του νόμου |
    • τα αδικήματα του τύπου είναι αυτόφωρα (Christidis EΣ)
  • ② commissioned to try persons apprehended in the perpetration of unlawful acts:
    • παραπέμφθηκε να δικαστεί στο αυτόφωρο τριμελές πλημμελειοδικείο

[fr kath αυτόφωρος ← AG (Soph +), cpd w. φώρ 'thief'; cf κατάφωρος (also ModG), περί-, ευπερί- etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες