Παράλληλη αναζήτηση
81 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτός (I), αντων.· ατός· αύτος· ταύτος· ταυτός· γεν. του· ντου· της· τση· των· (από συμφ. γεν. και αιτιατ.) τως· ντως· αιτιατ. τον· την· το· τους· τσι· τες· τα.
-
- 1) (Ως αντιδιασταλτική, ενίοτε με το άρθρο ή με τους εγκλινόμενους τ. μου, σου, του, κλπ. για έμφαση) αυτός, αυτός ο ίδιος· μόνος (μου)· με τη θέλησή (μου):
- εκατέβην ο αυτός πρίντζης να καβαλλικεύσει (Mαχ. 54818)·
- κι αυτόν το δειν της δύνεται να δώσει! (Kυπρ. ερωτ. 194)·
- ατοί τους γαρ και μοναχοί αλλήλως επαινούνται (Xρον. Mορ. H 770)·
- αυτός μου υπάγω (Gesprächb. 658)·
- όλοι επαρεδόθησαν κι ο πρίγκιπας ατός του (Xρον. Mορ. P 4086)·
- έκφρ. επί το αυτό = στο ίδιο μέρος:
- (Πανάρ. 6712).
- 2) (Ως επαναληπτική) αυτός:
- (Aλεξ. 1491), (Σπαν. A 159).
- 3) (Ως προσωπ., για να δηλωθεί το γ´ πρόσ.) αυτός:
- είπαν προς αυτόν (Πεντ. Έξ. XXXII 1)·
- ήφερεν με αυτόν την θυγατήρ του (Xρον. Mορ. H 6464)·
- πληθαίνει τως την όρεξη και δύναμη τως δίδει (Eρωτόκρ. A´ 545)·
- (η γεν. του θηλ. αυτής και η γεν. του αρσ. αύτου αμετάβλητες για όλα τα γένη και τους αριθμούς σε συνεκφ. με τους εγκλινόμενους τ. μου, σου, σας, τους, για να δηλωθούν τα τρία πρόσωπα της προσωπ. αντων.):
- ήτον πολλά βαρετά … εις αυτής σας να τ’ αγροικάτε (Mαχ. 62019)·
- τα δυο σου ’μάττια να βιγλίσουν εις αύτου μου στεριά (Kυπρ. ερωτ. 847).
- 4) (Ως δεικτ.) αυτός:
- ευθύς προς αύτους όρμησεν (Kορων., Mπούας 64).
- 5) (Ως κτητ., προκ. για το γ´ πρόσ., συν. η γεν. των εγκλινόμενων τ.):
- τσι αδελφούς τως (Λεηλ. Παροικ. 285).
[αρχ. αντων. αυτός. T. σήμ. ιδιωμ. (IΛ). H λ. και σήμ.]
- 1) (Ως αντιδιασταλτική, ενίοτε με το άρθρο ή με τους εγκλινόμενους τ. μου, σου, του, κλπ. για έμφαση) αυτός, αυτός ο ίδιος· μόνος (μου)· με τη θέλησή (μου):
- αυτός (II), αντων.,
- βλ. εαυτός.
- αυτός 1 -ή -ό [aftós] αντων. προσ. γ' προσώπου : φανερώνει το γ' πρόσωπο του λόγου εκείνον ή εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος, σε αντιδιαστολή προς το εγώ (α΄ πρόσωπο) και το εσύ (β΄ πρόσωπο)· εμφανίζει δυνατούς και αδύνατους τύπους· (βλ. πίνακα κλιτικών παραδειγμάτων). 1α. οι δυνατοί τύποι συνηθίζονται, όταν βρίσκονται μεμονωμένοι ή όταν θέλουμε να πούμε κτ. με έμφαση· οι αδύνατοι είναι συχνότεροι και συνηθίζονται όταν θέλουμε να πούμε κτ. χωρίς έμφαση ή αντιδιαστολή και λέγονται πάντοτε μαζί με το ρήμα : Είδες το Γιώργο; - Τον είδα αλλά δεν του μίλησα. Αυτόν φώναξε κι όχι εμένα. Τη συναντώ κάθε πρωί. Δεν τους είδα από τότε. || ύστερα από το ρήμα, στους ρηματικούς τύπους προστακτικής ή μετοχής: Φώναξέ τον. Βοήθησέ τους. Φώναξέ τες. Καλώς τους. Εξηγώντας τους. Στείλ' το μας. Φέρ' το μου / φέρε μού το. || πριν από το ρήμα: Τους το έστειλα. Μας το έφερε. || ύστερα από τον προσδιοριζόμενο όρο: Είναι μικρότερός του, μικρότερος απ' αυτόν. β. οι αδύνατοι τύποι χρησιμοποιούνται και ως επαναληπτική αντωνυμία, για όνομα που αναφέρθηκε προηγουμένως: Όσο για τον πατέρα του, αυτόν δε θα τον γνωρίσεις. || ως προληπτική: Να την η Ελένη. Να τοι οι φίλοι μας. 2. η ονομαστική του δυνατού τύπου αυτός αποτελεί το εννοούμενο υποκείμενο κάθε κλιτού ρηματικού τύπου γ' προσώπου· αναφέρεται μόνο σε περιπτώσεις έμφασης ή αντιδιαστολής: Εσύ, ~ κι εγώ θα είμαστε στο δεύτερο αυτοκίνητο. || συχνά για λόγους ευγένειας αποφεύγουμε τη χρήση της και προτιμούμε να αναφέρουμε το όνομα του προσώπου και όχι τον ανάλογο τύπο της αντωνυμίας: Ποιος σου το είπε; - ~ / Ο Γιώργος. || σε περίπτωση έμφασης μαζί με τον ανάλογο αδύνατο τύπο: Αυτόν τον υπολογίζουν. Αυτή την ακούν. Αυτούς μην τους λογαριάζεις. 3. οι δυνατοί τύποι επίσης χρησιμοποιούνται: α. προκειμένου να μην επαναληφθεί κτ. που έχει προαναφερθεί: Ο Γιώργος πρότεινε να συνεργαστούμε· άλλωστε ~ και παλιότερα είχε προτείνει κάτι ανάλογο. ΦΡ αντ' αυτού: α. για κάτι που γίνεται, συμβαίνει κτλ. στη θέση άλλου: Ήθελε να γίνει γιατρός· αντ' αυτού ασχολήθηκε με το εμπόριο. β. (για πρόσ.) στη θέση κάποιου άλλου· Αντ' αυτού υπέγραψε ο υποδιευθυντής. (ειρ.) Ο αντ' αυτού, ο αντικαταστάτης. (λόγ.) ~ έφα, για τις περιπτώσεις που σεβόμαστε και υπολογίζουμε τη γνώμη κάποιου. β. (συχνά με την αντων. ίδιος) για να αντιδιαστείλει αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, προς οτιδήποτε άλλο: Πρέπει να το παραλάβει ~ ο ίδιος. Να έρθει ~ ο ίδιος να ρωτήσει και να μη στέλνει άλλους. Να μην κάνεις αυτό που σου ζητούν. ~ είναι που τραγουδάει..., όχι άλλος. (έκφρ.) ~ καθαυτόν*. γ. με τη σημασία μόνος, χωρίς παρακίνηση ή εξαναγκασμό από άλλον: Δεν τον στείλαμε με το ζόρι· ~ το ζήτησε, από μόνος του το ζήτησε. δ. με μειωτική σημασία: ~ σου φέρθηκε καλά;, αυτός ο απατεώνας, ο αλήτης κτλ. σου φέρθηκε καλά; ε. (προφ.) με το άρθρο ο, η, το για να αναπληρώσουμε τη λέξη: ε1. που προς στιγμήν δεν μπορούμε να θυμηθούμε: Φέρε μου λίγο την αυτήν, την πώς την λένε, α, ναι την κασέτα που είναι στο τραπέζι. ε2. που δε θέλουμε να αναφέρουμε· με ουσιαστικοποίηση: Τα αυτά μου κτλ., για τα αντρικά γεννητικά όργανα· τα απαυτά μου. Η αυτή μου κτλ., για το αντρικό μόριο. ε3. (προφ.) η κλητική αυτέ / αυτή, για να απευθυνθούμε σε κπ. ή για να φωνάξουμε κπ. του οποίου το όνομα δε γνωρίζουμε· καλέ συ.
[αρχ. αυτοπ. αντων. αὐτός ‘ο ίδιος’, στις πλάγιες πτ. αὐτοῦ, αὐτόν ως προσ. αντων., ελνστ. σε όλες τις πτ.· οι αδύνατοι τύποι τον κτλ.: μσν. < σύντμ. του αυτός σε εγκλιτική χρήση: είδα αυτόν > είδα ατον > είδα τον· η ονομ. τος με βάση την αιτ. τον ]
- αυτός 2 -ή -ό αντων. δεικτ. (βλ. Ε1) προφ. γεν. εν. και αυτουνού, αυτηνής, αυτουνού, γεν. πληθ. και αυτωνών, αιτ. πληθ. αρσ. και αυτουνούς : σε αντιδιαστολή προς τη δεικτική αντωνυμία εκείνος, χρησιμοποιείται για να δείξει ο ομιλητής κπ. ή κτ. που είναι κοντά του χρονικά ή τοπικά (με ανάλογο βλέμμα ή κίνηση του χεριού), κτ. που αναφέρθηκε πριν από λίγο ή γενικά για να δείξει κτ. ανεξάρτητα από το σε ποια απόσταση από αυτόν βρίσκεται. 1. τοπικά: Nα, αυτό είναι το σπίτι μας. Δε μου αρέσει αυτό· προτιμώ εκείνο. ~ είναι ο καινούριος δάσκαλος. Aυτή είναι η αλήθεια. Aυτή η δουλειά δε σου ταιριάζει. || συχνά μαζί με το εδώ, δα, πια για να δηλωθεί ακριβέστερα ή εντονότερα η επιρρηματική του σημασία: Σ΄ αυτήν εδώ την αυλή παίζαμε με τις ώρες. ~ εδώ φταίει. Aυτό δα το σπιτάκι. (έκφρ.) αυτό (πια) να λέγεται*. αυτό μας έλειπε* (τώρα)! ~ / αυτό μας έλειπε*. 2. χρονικά: Πέρασε κι αυτό το καλοκαίρι, το φετινό. Πάει κι αυτή η μέρα, η σημερινή. Aυτή η εποχή είναι πολύ δύσκολη, η τωρινή. 3. με ατονημένη τη δεικτική σημασία και με το αναφορικό που το οποίο εισάγει αναφορική πρόταση: Nα κάνεις αυτό που σου είπα. Aυτό που θέλω είναι η ηρεμία μου. || ΦΡ αυτά κι αυτά, οι απαράδεκτες, ανόητες πράξεις, απαράδεκτη συμπεριφορά: Aυτά κι αυτά με έκαναν να μη θέλω να τους δω. μ΄ αυτά και μ΄ αυτά, με τα ίδια τα γνωστά και συνηθισμένα: M΄ αυτά και μ΄ αυτά, κύλησε η ώρα. μ΄ αυτά και μ΄ εκείνα*. ~ κι αν είναι*. ~ είσαι*.
[αρχ. αὐτός `ο ίδιος΄ (δες αυτός 1) ως ενισχυτικό της δεικτ. και της προσ. αντων.: αρχ. οyτος αὐτός, ἐγώ αὐτός, στην ελνστ. εποχή σε δεικτ. χρήση, μσν. και καθαρά δεικτ. αντων.]
- αυτός 3 -ή -ό αντων. οριστ. : 1.(λόγ.) με το άρθρο, στη θέση κατηγορουμένου· ο ίδιος: Οι θέσεις μας παραμένουν οι αυτές, οι ίδιες, αμετάβλητες. H κατάσταση της υγείας του παραμένει η αυτή, χωρίς βελτίωση ή επιδείνωση. 2. με επιτατική σημασία: Kαι αυτοί οι φίλοι του ακόμη τον εγκατέλειψαν, ακόμη και οι φίλοι του.
[λόγ. < αρχ. αὐτός]
- αυτός έφα [aftós éfa] το, L phr
- ipse dixit, dictum:
- το 'αυτός έφα' .. χρησιμοποιούσαν οι οπαδοί του [Πυθαγόρα], για να δηλώσουν πως θεωρούν τον κάθε του λόγο .. αμετακίνητο (Panagiotop) |
- δεν είμαστε .. απόμερα από το εργαστήρι της ιστορίας ούτε δίχως πνευματικότητα, για να περιμένομε το ~ ~ των άλλων (Theodorakop)
[fr kath αυτός έφα ← AG 'he, the master himself, said it']
- ipse dixit, dictum:
- αυτός καθαυτόν, -ή καθαυτή, -ό καθαυτό [aftός kaθaftόn] (L) (& καθαυτός & καθεαυτόν)
- :
- αυτή καθαυτήν η αγάπη έχει μια πολύ μεγάλη παιδευτικήν αξία (Papanoutsos) |
- δεν είναι αυτός καθαυτός ο έρωτας, μα η εσωτερική κρίση την οποία δημιουργεί, που επενεργεί επάνω στη φαντασία του καλλιτέχνη (Mourelos) |
- η τιμή .. θεωρείται πάντα ως αγαθό αυτό καθαυτό (Lambridi) |
- ενδιαφέρον .. παρουσιάζουν .. οι σάτιρές του όχι αυτές καθεαυτές σαν τέχνη .., αλλά σαν τεκμήρια ιστορικά (Melas)
- ① this same, precisely (this), (this) itself (syn phr ακριβώς αυτός, αυτός ο ίδιος, αυτός τούτος):
- οι κατηγορίες .. ρυθμίζουν και αυτή καθαυτή την πραγματικότητα (Papanoutsos) |
- τοποθετεί την αρετή και την ευτυχία σ' αυτή καθαυτή την πράξη της ζωής (Athanasiadis-N) |
- ο λόγος δεν έχει τη δύναμη να δείξει το δρόμο, .. γιατί είναι αυτός καθαυτός ασαφής (Geros)
[fr kath phr αυτός καθ' αυτόν or καθ' εαυτόν ← AG]
- αυτός και μόνος, -ή και μόνη, -ό και μόνο [aftós ce mόnos] (& αυτός και μόνο)
- he (she, it) alone, this alone, this by itself:
- αυτή και μόνη η παράθεση αποτελεί για μένα το ισχυρότερο επιχείρημα (Papatsonis) |
- το ν' απορροφά η νοθεία, αυτή και μόνη, τη δραστηριότητα της αντιπολιτεύσεως, είναι μια τακτική που .. αδικεί τον τόπο (Palaiologos) |
- το γεγονός ότι η αρετή είν' εκείνη που μας συντονίζει με το θείο ρυθμό .. αυτό και μόνο δικαιώνει το ηθικά αγαθό φρόνημα (Papanoutsos) |
- αυτός και μόνο γλύτωσε από τη μεγάλη σφαγή των ποιητών της εποχής (Melas)
[fr kath phr αυτός και μόνος]
- he (she, it) alone, this alone, this by itself:
- αυτός τούτος [aftós tútos] υτή τούτη, αυτό τούτο (L)
- this same, precisely (this), (this) itself (syn αυτός καθαυτόν 2):
- η εφαρμογή του προγράμματος εξαρτάται από αυτό τούτο το κράτος (Angelop) |
- θα 'πρεπε να μ' αγκαλιάσουν για την λύπη που τους έδινα για τον τόπο, για το θέατρο, .. για αυτό τούτο το μπαλέτο ειδικά (Stratou) |
- εκείνο, που έκαμε την ελληνική εκκλησία άξια να ασκήσει την εθνική ηγεσία, .. είναι αυτή τούτη η αντίληψή της για την καθαυτό θρησκευτική της αποστολή (Christidis)
[fr kath phr αυτός τούτος ← K (also pap) adv phr αὐτό τοῦτο]
- this same, precisely (this), (this) itself (syn αυτός καθαυτόν 2):
- αυτός, -ή -ό [aftós] gen m & n αυτού (αυτουνού & αυτεινού), f αυτής (& αυτεινής & αυτηνής), acc m αυτόν (αυτόνε & αυτόνα), f αυτήν (& αυτήνα), pl m αυτοί (& αυτεινοί), gen pl αυτών (αυτώνε & αυτωνών & αυτωνώνε & αυτεινών), acc m αυτούς
- ① pers-pron he, she, it (syn δαύτος):
- μεγαλύτερος, μικρότερος απ' αυτόν |
- διαφωνεί, παίζει μ' αυτόν |
- ήρθε ο Γ. με την αδερφή του· αυτή είναι άρρωστη, ~ είναι καλά |
- ευτυχώς γι' αυτόν luckily for him |
- αν δεν ήταν ~ .. if it weren't for him .. |
- δεν το περίμενα απ' αυτόν I didn't expect it of him |
- L phr η αυτού (αυτής) μεγαλειότητα (υψηλότητα, εξοχότητα etc) (abbr A.M., A.Y., A.E.) his (her) majesty (highness, excellency etc) |
- και τι μ' αυτό; what of it, so what? |
- νομίζει ότι ~ είναι κι άλλος δεν είναι (or ~ κι όχι άλλος or ~ κι άλλος κανένας) said of people who have an exaggerated opinion of themselves |
- folkt αυτή φόρεσε αντρίκεια φορέματα και ξεκίνησε (Megas) |
- παραχώρησε τα προνόμια των Mετσοβιτών, όταν αυτοί διευκόλυναν το πέρασμα των στρατευμάτων του (Vacalop) |
- το παιδί μαθαίνει να προσαρμόζεται στη ζωή και ειδικότερα στην κοινωνική μορφή αυτής (Tsiantas) |
- αν θέλω, του τα τρώω εγώ αυτεινού τα πέντε χιλιάρικα (Glezos) |
- δεν μας χώριζε τίποτ' άλλο παρά μια στολή, αυτουνού πρασινωπή, χακιά η δική μου (Terzakis)
- ⓐ used contrastively or emphat (he) himself, (she) herself, (it) itself (syn ατός του 1b, ο ίδιος):
- δεν τον υποχρέωσε κανείς, ~ θέλησε να πάει στον πόλεμο |
- ~ ο ίδιος μου το είπε |
- θα βρω αυτήν την ίδια |
- προσπάθησε να λύσει ~ τον κόμπο |
- δεν ζητεί επιτέλους κανείς, ούτε ~ ακόμη ο θεός, από τον άνθρωπο τα αδύνατα (Papanoutsos) |
- ούτ' ~ ο Παπαδιαμάντης ο θεοφοβούμενος δεν έχει τόσο συχνά και τόσο κοντά του το θεό (Charis) |
- folks. σε καϊτερεί η μανούλα σου κι αυτή η αδερφή σου, | σε καϊτερεί η αγάπη σου, τώρα και τόσα χρόνια (DPetrop) |
- κι έστειλα τον πετρίτη μου, να πάει να κυνηγήσει· | ούτε κυνήγι μου 'φερε ούτε κι ~ του ήρτε (id.)
- ② this, that (syn τούτος, ant εκείνος):
- αυτή η εποχή |
- ο άρχοντας ~ |
- το όμορφο αυτό κορίτσι |
- ~ εδώ ο τοίχος |
- αυτό εκείνο το παιδί |
- L εκτός αυτού (or εκτός απ' αυτό) besides (this) |
- αυτό είναι that's it |
- αυτό είναι όλο that's all |
- αυτό ήτανε that was it, it's over |
- αυτή τη στιγμή at this (very) moment |
- αυτές τις μέρες nowadays; one of these days |
- σ' αυτό διαφωνούμε on this (point) we disagree |
- αυτή τη φορά δε τη γλυτώνει this time he won't escape |
- phr αυτά έχει ο άνθρωπος (κόσμος etc) that's the way man (the world etc) is |
- δεν περνάνε αυτά σε μένα I don't stand for (or I don't put up w.) these things (syn phr δεν τα σηκώνω εγώ αυτά) |
- τ' είν' αυτά που λες; what is it that you're saying, what are you talking about? |
- αυτό να λέγεται (or αυτό ν' ακούγεται) quite so, by all means, certainly, hear hear |
- αυτά που λες (or αυτά λοιπόν) concluding phr said at the end of a detailed narration |
- ~ (αυτή, αυτό) μας έλειπε only this was missing, that's all I (etc) needed [said ironically when someone (or sth) unwelcome or troublesome is added to one's troubles] |
- είχε .. ένα μερίδιο στην ιστορία αυτουνού του τόπου (Myriv) |
- υπάρχουν βιβλία γραμμένα για τους αμύητους και βιβλία γραμμένα για τους μυημένους· έχουν κι εκείνα κι αυτά την τεχνική τους (Dimaras) |
- η ιστορία του μουσείου Kαβάλας μαζί με αυτήν της αρχαιολογικής της υπηρεσίας αρχίζει το 1934 (DLazaridis) |
- rembetiko song ποιος σ' αγκαλιάζει αυτή την ώρα; (IPetrop) |
- poem ό,τι είπα αυτά τα λόγια, | μου εφανήκανε ομπρός | άλλες κόρες στολισμένες (Solom)
- ⓑ used contrastively or emphat this (one):
- ~ είναι φίλος (γιατρός etc)! now there's a friend (doctor etc)! |
- αυτό είναι κρασί! this is what I call wine! |
- αυτές είναι γυναίκες! γερά ζα και δουλευτάδικα (Venezis) |
- αριστερότερα μια άλλη διλοχία, υπό τον ταγματάρχη K. αυτή, θα είχε στόχους τα υψώματα Γάβρος, Tσούκα κλ (Terzakis) |
- δεν είναι να τους πεις τίποτα αυτουνούς· καθήσανε πάνω στα λεφτά τους και τα μετράνε (Petsalis)
- ⓒ used disparagingly this:
- ~ ο Π. σε πολλές φασαρίες μας βάζει |
- αυτή η μάνα του πολύ με αντιπαθεί |
- κι αυτοί οι γονείς γιατί δεν το συμμαζεύουν το παιδί τους;
- ⓓ phr ~ κι ~ such and such, one and another, this and that [said in order to avoid enumeration, specification, or repetition (of known or previously mentioned things)]:
- ~ κι ~ ήρθανε |
- αυτό κι αυτό μου είπε (syn phr το και το) |
- μετά τον καβγά πήγε και τον βρήκε· "αυτό κι αυτό συνέβη" της είπε |
- έχει αυτές κι αυτές τις δυνατότητες μόνο κι όχι άλλες (Lambridi)
- ③ w. relative που the one (that), what:
- δε βρίσκω αυτό που γυρεύω |
- αυτά που λες δεν τα πιστεύω |
- phr αυτό που σου λέω (εγώ) listen to what I'm telling you, I'm warning you |
- θα μας έρθει νέα καρυδιά στον τόπο αυτηνής που έφυγε (Venezis) |
- με τον χαρακτηρισμό 'λευκός άνθρωπος' εννοεί τον άνθρωπο της λευκής φυλής, αυτηνής που ανήκουμε κι εμείς (Papatsonis) |
- τα όπλα αυτών που έχουν κάποια περιουσία είναι ένα τόξο, μια ασπίδα κλ (Vacalop)
- ④ w. art. ο ~ (η αυτή, το αυτό) what's his name (her name, its name) [used when the speaker fails to remember or avoids using a name] (syn απαυτός 1):
- δεν ήρθε ακόμα ο ~; |
- δώσε μου το αυτό να βιδώσω τη βίδα
- ⑤ in voc αυτή hey you!:
- πού είσαι, αυτέ, φέρε μου μια σαλάτα
- ⑥ w. art. (L) the same (syn ο ίδιος):
- gym το αυτό repeat (the last exercise)! |
- από μια .. και την αυτή φιλολογικήν εποχή δε θα περισωθούν όλα τ' άτομα που την αποτέλεσαν (Gryparis) |
- όλα τα υλικά όντα ακολουθούν ένα και τον αυτό νόμο (Tatakis) |
- γι' αυτούς οι άνθρωποι και τα γελάδια είν' ένα και το αυτό (Tachtsis) |
- η έκταση και των δύο μελωδιών είναι η αυτή (IPetrop)
[fr postmed, MG αυτός ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① pers-pron he, she, it (syn δαύτος):