Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτόπτης ο [aftóptis] Ο10 : αυτός που είδε με τα ίδια του τα μάτια να γίνεται κτ. και δεν το πληροφορήθηκε μέσο άλλου: Δεν ήμουν ~· σας λέω μόνο ό,τι ξέρω από περιγραφές άλλων. || (ως επίθ.): ~ και αυτήκοος μάρτυρας.
[λόγ. < αρχ. αὐτόπτης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτόπτης [aftόptis] ο, usu in phr, αυτόπτης (μάρτυς or) μάρτυρας (L)
- eyewitness:
- κάνουν έργο ιστορικού, .. αλλά είναι και οι ίδιοι σύγχρονοι των γεγονότων και αυτουργοί και αυτόπτες (Dimaras) |
- αξίζει να παρατεθεί το κείμενο ενός αυτόπτου μάρτυρα, που πήρε μέρος και στις μάχες (DLazaridis) |
- η Aνδρονίκη .. καταφεύγει στη Xίο και γίνεται ~ μάρτυρας της καταστροφής της (Sachinis)
[fr kath αυτόπτης ← K (pap), AG (Herodot. +), cpd w. combin form -όπτης (: ὁρῶ); cf ἐπ-όπτης (Aeschyl. +), κατ-όπτης (h. Homer +), παντ-όπτης (Aeschyl. +), Ξπόπτης (Soph. +) etc; cf αυτόπτρια (K. Koumas)]
- eyewitness: