Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτόμολος ο [aftómolos] Ο19 : (συνήθ. για πολεμιστή) αυτός που έχει αυτομολήσει: H δύναμη του εχθρού αυξήθηκε με τους αυτομόλους.
[λόγ. < ελνστ. αὐτόμολος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτόμολος [aftόmolos] ο, (L)
- person who deserts to the enemy or espouses his ideas, turncoat, renegade (syn αποστάτης 2, near-syn λιποτάκτης):
- είναι τώρα εχθρός με τις ίδιες του ιδέες, ~ κρυφός στο στρατόπεδο των προεστών (Melas) |
- ένας ~ δικός τους μας πληροφόρησε για τις ετοιμασίες τους και πήραμε τα μέτρα μας (ADoxas) |
- έδωσα όρκο· δεν θα τον παραβιάσω· δεν θα καταντήσω ~, ρίψασπις (Theotokas) |
- also in adj function ~ αντιστράτηγος
[fr kath αυτόμολος ← MG (CGL), PatrG ← K, AG 'deserter' (noun: Herodot., Thuc., Xenoph.)]
- person who deserts to the enemy or espouses his ideas, turncoat, renegade (syn αποστάτης 2, near-syn λιποτάκτης):