Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αυτόματος, επίθ.
-
- Που υφίσταται ή γίνεται χωρίς ξένη επενέργεια:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 1715).
[αρχ. επίθ. αυτόματος. H λ. και σήμ.]
- Που υφίσταται ή γίνεται χωρίς ξένη επενέργεια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτόματος -η -ο [aftómatos] Ε5 : α.(για πράξη, κίνηση) που γίνεται χωρίς τη συμμετοχή της βούλησης: Aυτόματη κίνηση / αντίδραση. H αυτόματη γραφή των σουρεαλιστών. β. (για μηχανισμούς κτλ.) που κινείται, λειτουργεί με έναν εσωτερικό μηχανισμό χωρίς την άμεση ή συνεχή παρέμβαση ενός εξωτερικού (ανθρώπινου) παράγοντα: Aυτόματη μηχανή / πόρτα. ~ σηματοδότης / διακόπτης. Ο ~ πιλότος ενός αεροπλάνου. Aυτόματο πιστόλι / όπλο. γ. (ως ουσ.) το αυτόματο*.
αυτόματα & (λόγ.) αυτομάτως ΕΠIΡΡ με τρόπο αυτόματο: H πόρτα ανοίγει και κλείνει ~. [λόγ. < αρχ. αὐτόματος, αὐτομάτως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτόματος1 [aftόmatos] ο, (L)
- ① photography system of automatic shutter operation in photographic cameras
- ② aviat automatic pilot:
- ο πιλότος έβαλε τον αυτόματο και σηκώθηκε από τη θέση του
[substantiv. m of αυτόματος2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτόματος2, -η, -ο [aftόmatos] (L)
- ① automatic, spontaneous (syn αυθόρμητος 1b, αυτοματικός 1):
- αυτόματη ανάμνηση, αντίδραση |
- αυτόματη ψυχική ενέργεια |
- phys ~ ιονισμός spontaneous ionization |
- αυτόματη ανάφλεξη spontaneous combustion (syn αυθόρμητη ανάφλεξη) |
- ο φόβος .. αποτελεί και αυτόματη παρόρμηση για διαφυγή από την περιοχή του κινδύνου (Despotop) |
- αυτόματη κίνηση των παιδιών, που συσπειρώνονταν σαν κοπάδι κυνηγημένο, έδιναν τα χέρια, σφίγγονταν (Palaiologos)
- ⓐ happening as a necessary consequence of circumstances or as a matter of course, automatic:
- δεν είναι σωστό να πιστεύουμε ότι, όπου υπάρχει κάποιο νόημα .., η δικαίωση είναι αυτόματη (Panagiotop) |
- αρκούνται στην αυτόματη κατανάλωση και δεν κάνουν .. τη διαφήμιση, που χρειάζεται για να μεγαλώνει η δουλειά τους (PSolomos)
- ② not requiring continuous human intervention, self-acting, self-regulating, automatic:
- ~ διακόπτης contact breaker, circuit breaker |
- aviat~ πιλότος automatic pilot |
- ~ φάρος automatically operated lighthouse |
- αυτόματη βαλβίδα, ζυγαριά |
- car αυτόματες ταχύτητες (or αυτόματο σασμάν) automatic transmission |
- αυτόματο όπλο automatic firearm |
- αυτόματο ρολόι self-winding watch, automatic watch |
- αυτόματη τηλεφωνική σύνδεση |
- αυτόματο τηλεφωνικό κένρο automatic (telephone) exchange |
- αυτόματα φώτα τροχαίας automatic traffic lights |
- πήδηξε στο τρένο τη στιγμή που 'κλειναν οι αυτόματες πόρτες (Tachtsis)
- ③ performed without conscious awareness or intention, automatic (near-syn ασυναίσθητος 1, ασυνείδητος2 1c):
- αυτόματη μίμηση |
- psychol & lit αυτόματη γραφή automatic writing |
- όταν διαβάζω έναν Άγγλο ή έναν Aμερικανό συγγραφέα, .. κάνω μιαν αυτόματη σύγκριση με ό,τι μας έχει προσφέρει η Γαλλία (Chatzinis) |
- να κατακτήσει το παιδί ορισμένες βασικές ορθογραφικές δομές κατά τρόπο αυτόματο (Geros)
- ⓑ reminiscent of an automaton, automatic, mechanical (syn αυτοματικός 2, μηχανικός):
- έκλεισε στέρεα την πόρτα ..· έχυσε το κατράμι στη μέση της άδειας κάμαρας· οι ενέργειές του ήταν αυτόματες (Nikolaidis)
[fr kath αυτόματος ← postmed, MG (Kriaras' Lex) ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① automatic, spontaneous (syn αυθόρμητος 1b, αυτοματικός 1):