Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτόματο το [aftómato] Ο42 : 1α.κατασκευή που λειτουργεί με ένα δικό της εσωτερικό μηχανισμό και μιμείται τις κινήσεις ενός έμψυχου οργανισμού: Tο ~ του Vancansou. β. (μτφ.) για πρόσωπο που κινείται σαν αυτόματο χωρίς ελευθερία ή βούληση: Περπατώ σαν ~. 2. είδος αυτόματου πυροβόλου όπλου.
[λόγ.: 1: γαλλ. automate < αρχ. επίθ. αὐτόματος (διαφ. το αρχ. αὐτόματον `τυχαίο γεγονός΄)· 2: σημδ. αγγλ. automatic (weapon) < γαλλ. automate]
- αυτόματο [aftόmato] το, (L)
- ① automaton, robot (syn ρομπότ):
- κουρδισμένο ~ |
- σηκώνονται σαν αυτόματα να πάνε στην εκκλησία για τη λειτουργία (Ouranis) |
- αποτέλειωσε σαν ~ το ντύσιμό του (TAthanasiadis) |
- θέλησαν να μεταβάλουν τους στρατιώτες σε αυτόματα για την εξυπηρέτηση των ατομικών του φιλοδοξιών (Evelpidis)
- ② automatic firearm (near-syn επαναληπτικό):
- κάτω από την αντρομίδα κρατούσε το ~ (Karagatsis) |
- αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν με μεγάλη αταξία, ενώ τους χτυπούσαν τ' αυτόματα του οχυρού (Terzakis)
[fr kath αυτόματον ← PatrG, K, AG, substantiv. n of αυτόματος]
- ① automaton, robot (syn ρομπότ):
- αυτοματοποιημένος, -η, -ο [aftomatopiiménos] (L)
- automated, automatized (syn αυτοματισμένος):
- αυτοματοποιημένες μέθοδοι παραγωγής |
- αυτοματοποιημένα μηχανήματα αναλύσεως κυττάρων |
- ~ σταθμός φορτώσεως βυτιοφόρων |
- νέο σχέδιο οργανώσεως .. ενός αυτοματοποιημένου συστήματος τεκμηριώσεως των μεσαιωνικών χειρογράφων (Benakis)
[ppp of αυτοματοποιώ]
- automated, automatized (syn αυτοματισμένος):
- αυτοματοποίηση η [aftomatopíisi] Ο33 : μετατροπή μηχανισμού, λειτουργίας κτλ. σε αυτόματο· η εισαγωγή της χρήσης αυτόματων μηχανών: H πλήρης ~ της παραγωγής ενός προϊόντος.
[λόγ. αυτοματοποιη- (αυτοματοποιώ) -σις > -ση]
- αυτοματοποίηση [aftomatopíisi] η, gen αυτοματοποίησης & αυτοματοποιήσεως, (L)
- automation, automatization (syn αυτοματισμός 3):
- ~ των τηλεπικοινωνιών |
- το μέτρο της αυτοματοποιήσεως εισπράξεως των διοδίων θα διευκολύνει τη διακίνηση των τροχοφόρων |
- η ~ των πάντων θα επιτρέψει στους ανθρώπους να εργάζονται μόνο 30 ώρες την εβδομάδα (Kyriakidis)
[fr kath (neol) αυτοματοποίησις, der of αυτοματοποιώ]
- automation, automatization (syn αυτοματισμός 3):
- αυτοματοποιώ [aftomatopió] -ούμαι Ρ10.9 : μετατρέπω κτ. (μηχανισμό, λειτουργία κτλ.) σε αυτόματο· εισάγω τη χρήση αυτόματων μηχανών: ~ μια παραγωγική διαδικασία. Πλήρως αυτοματοποιημένη παραγωγή και συσκευασία ενός προϊόντος.
[λόγ. αυτόματ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. automatiser < automate = αυτόματον]
- αυτοματοποιώ [aftomatopiό] αυτοματοποιεί, pass αυτοματοποιούμαι, aor subj αυτοματοποιηθώ, (L)
- ① automate, automatize:
- το σύστημα αμέσου συνδέσεως αυτοματοποιεί τις συναλλαγές
- ② pass αυτοματοποιούμαι become automatic:
- οι εργαστηριακές εξετάσεις και αναλύσεις θα πρέπει να αυτοματοποιούνται όλο και περισσότερο |
- να σταθεροποιηθεί και να αυτοματοποιηθεί το σύστημα επιχειρηματικών κινήτρων
[fr kath (neol) αυτοματοποιώ, cpd w. -ποιώ]
- ① automate, automatize:
- αυτόματος, επίθ.
-
- Που υφίσταται ή γίνεται χωρίς ξένη επενέργεια:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 1715).
[αρχ. επίθ. αυτόματος. H λ. και σήμ.]
- Που υφίσταται ή γίνεται χωρίς ξένη επενέργεια:
- αυτόματος -η -ο [aftómatos] Ε5 : α.(για πράξη, κίνηση) που γίνεται χωρίς τη συμμετοχή της βούλησης: Aυτόματη κίνηση / αντίδραση. H αυτόματη γραφή των σουρεαλιστών. β. (για μηχανισμούς κτλ.) που κινείται, λειτουργεί με έναν εσωτερικό μηχανισμό χωρίς την άμεση ή συνεχή παρέμβαση ενός εξωτερικού (ανθρώπινου) παράγοντα: Aυτόματη μηχανή / πόρτα. ~ σηματοδότης / διακόπτης. Ο ~ πιλότος ενός αεροπλάνου. Aυτόματο πιστόλι / όπλο. γ. (ως ουσ.) το αυτόματο*.
αυτόματα & (λόγ.) αυτομάτως ΕΠIΡΡ με τρόπο αυτόματο: H πόρτα ανοίγει και κλείνει ~. [λόγ. < αρχ. αὐτόματος, αὐτομάτως]
- αυτόματος1 [aftόmatos] ο, (L)
- ① photography system of automatic shutter operation in photographic cameras
- ② aviat automatic pilot:
- ο πιλότος έβαλε τον αυτόματο και σηκώθηκε από τη θέση του
[substantiv. m of αυτόματος2]