Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτόματα [aftόmata] adv (L)
- ① without external intervention, by o.s., automatically, spontaneously, naturally (syn αυτοματικά 1, αυτομάτως 1, near-syn φυσιολογικά):
- το ερώτημα αυτό γεννήθηκε ~ μέσα μου (Kanellop) |
- το πρωτογενές άτομο δεν είναι νοητό να βγήκε ~ από το μηδέν (Theotokas) |
- οι οπαδοί μιας ιδέας γίνονται ~ οπαδοί του πρωτεργάτη που την ενσαρκώνει (Vranousis) |
- το βασικό στοιχείο [της σπείρας] ήταν πολύ εύκολο να δημιουργηθεί ~και ανεξάρτητα σε διάφορες περιοχές (NPlaton)
- ⓐ in consequence or by the force of circumstances, ipso facto, automatically (syn αυτοματικά 1b, αυτομάτως 1b):
- έγινε ~, σύμφωνα με το δίκαιο της κληρονομικής διαδοχής, ο νόμιμος διεκδικητής .. του γαλλικού θρόνου (Kanellop) |
- επειδή η εποχή είναι μεγάλη, δεν σημαίνει ότι ~ είναι και οι άνθρωποι μεγάλοι (Theodorakop) |
- αν είσαι φίλος του ενός, γίνεσαι ~ εχθρός του άλλου (Panagiotop) |
- θα έρθει ο καιρός εκείνος που τα κοινωνικά συμφέροντα δεν θα έχουν όφελος από τον πόλεμο, οπότε θα καταργηθεί ~ (Argyriou, adapted)
- ② without conscious intention, automatically, mechanically, unthinkingly (syn αυτοματικά 2, αυτομάτως 2, μηχανικά, near-syn ενστικτωδώς):
- αντιδρά, απαντά, κινείται ~ |
- το παιδί, μόνο με το κουδούνισμα, τραβούσε ~ το δάχτυλό του, σάμπως να αισθανόταν το ρεύμα (Geros) |
- χωρίς να το καταλαβαίνει, ψάχνει ~ για καινούργιες εκφράσεις του εαυτού του (Chatzinis) |
- άξαφνα τυφλωθήκαν απ' το φως· ~κρύψαν τα μάτια τους κι οι δυο (Gritsi-M) |
- ~ το χέρι του σηκώθηκε κι ακούμπησε στα στήθια της (AAGeorgiadis-K)
- ⓑ through an automatic mechanism, automatically (syn αυτομάτως 2b):
- η μηχανή εργάζεται ~ |
- τα φώτα ανάβουν ~ |
- ένα χαρτονάκι πετιέται από μια θήκη του κουτιού και σας προσφέρεται ~ (Venezis) |
- η τηλεφωνική επικοινωνία γίνεται ~ (Vasileiou) |
- poem .. σαν έκανε να δρασκελίσει το κατώφλι και να φύγει, | έκλεισε η πόρτα ~ κλ (Ritsos)
- ③ on the spot, immediately (syn αμέσως 2, αυτομάτως 3):
- [η δουλειά] σταματάει ~ με τη φωνή της σειρήνας (Chatzinis) |
- φτάνουν λίγες φράσεις από μια τυχαία συνομιλία, για να μας μεταφέρουν ~ πίσω εννιά δέκα χρόνια (id.) |
- στο μυαλό του K. περνάει ~ η σκέψη ότι οι εχθροί του του στήσανε πλεκτάνη (Petsalis) |
- ~ θα συλλαμβάνονταν όσοι τυχόν θα 'θελαν να μας τη σκάσουν (Stratou)
[der of αυτόματος2]
- ① without external intervention, by o.s., automatically, spontaneously, naturally (syn αυτοματικά 1, αυτομάτως 1, near-syn φυσιολογικά):