Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτόκλητος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αυτόκλητος, επίθ.
  • Αυτόκλητος:
    • (Δούκ. 3332).

[αρχ. επίθ. αυτόκλητος. H λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτόκλητος -η -ο [aftóklitos] Ε1 : που παρουσιάζεται με κάποια ιδιότητα χωρίς να τον έχουν καλέσει: ~ μάρτυρας. Δε χρειαζόμαστε αυτόκλητους σωτήρες. αυτόκλητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. αὐτόκλητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτόκλητος, -η, -ο [aftόklitos] (L)
  • having invited o.s., self-invited (syn αυτοκάλεστος):
    • ~ αναμορφωτής, διαφωτιστής, εθνοσωτήρας, επισκέπτης, συνήγορος |
    • αυτόκλητη συμβουλή |
    • η μετάνοια ήρθεν αυτόκλητη στο πνεύμα του και άρχισε να τον τυραννεί (Karkavitsas) |
    • μια λέξη ήρθε αυτόκλητη στα χείλη και γύριζε διαρκώς στο νου μας (Papanoutsos) |
    • κανένας δεν μπορεί να παρουσιαστεί εμπρός στη Bουλή ~ (Christidis EΣ) |
    • όταν μια οικονομία δεν πάει καλά, παρουσιάζονται αυτόκλητοι γιατροί και προτείνουν διάφορα μέσα θεραπείας (Kyriakidis)

[fr kath αυτόκλητος ← MG, PatrG ← K (also pap), AG αὐτόκλητος, cpd w. κλητός; cf αμετάκλητος, απρόσκλητος, πρωτόκλητος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες