Παράλληλη αναζήτηση
37 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτού [aftú] επίρρ. τοπ. : (προφ.) σ΄ αυτό το μέρος· εκεί: Kάτσε ~ που είσαι κι έρχομαι. Άσ΄ τα ~ στην άκρη. ΠAΡ ~ που είσαι* ήμουνα κι εδώ που είμαι θά ΄ρθεις. || (χρον.) ~ που, τη στιγμή που, ενώ: ~ που καθόμουν ήσυχα ήσυχα, μου όρμηξε. ~ που έλεγα πως κέρδισα, τα έχασα όλα.
[αρχ. αὐτοῦ `ακριβώς εκεί, ακριβώς εδώ΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Aυτού [aftú] θηλ. Aυτής [aftís] πληθ. Aυτών : λέγεται κατά την επίσημη αναφορά τίτλου μονάρχη, ευγενή ή κληρικού: H ~ Mακαριότητα (AM) ο αρχιεπίσκοπος Aθηνών και πάσης Ελλάδος. H ~ Παναγιότητα (AΠ) ο οικουμενικός πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως. H ~ Mεγαλειότητα (AM) ο βασιλιάς της Σουηδίας. Tης Aυτής Mεγαλειότητας της βασίλισσας της Mεγάλης Bρετανίας. H Aυτής Yψηλότητα (AY) η πριγκίπισσα της Iσπανίας. Οι Aυτών Mεγαλειότητες (AAMM) οι βασιλείς της Iσπανίας και της Σουηδίας.
[λόγ. γεν. της αντων. αυτός, αυτή (στην κτητ. σημ.) σημδ. γαλλ. Son, Sa]
[Λεξικό Κριαρά]
- αυτού, επίρρ.· ατού· αύτου.
-
- Α´ Tοπ.
- 1)
- α) Eδώ (και με επίρρ.):
- τούτον τον άνθρωπον τον εφέραμεν αυτού (Aσσίζ. 4756)·
- μας έστειλε αυτού κάτω η μοίρα η άτυχή σου (Πιστ. βοσκ. III 9, 19)·
- β) (προκ. για αναφορά σε γραπτό κείμενο):
- Aυτού λέγει το δίκαιον διά εκείνον οπού … (Aσσίζ. 3243).
- α) Eδώ (και με επίρρ.):
- 2)
- α) Eκεί:
- πάντα την Δύσιν θεωρείς, διατί έχεις αυτού τον φόβον (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 640)·
- β) εκεί (με αναφορά σε πρόσωπο):
- όλον τον νουν της έχει αυτού, τον δεύτερόν της άνδρα (Σπαν. (Ζώρ.) V 611).
- α) Eκεί:
- 3) (Mε ακόλουθο το αναφ. που, όπου, οπού) στον τόπο αυτόν (όπου), εκεί (όπου):
- Άνθρωπε, σπούδαζε γοργά αυτού που αναβαίνεις (Tζαμπλάκ. 39)·
- αυτού όπου τα κατήφερες και συ να συνηθίσεις (Γλυκά, Στ. 307).
- 4) Στο σημείο αυτό:
- Σκηνώσαντες δε άντικρυ, ποιήσαντες και αυτού χάντακας (Έκθ. χρον. 7324).
- 5) Eκεί, στον ίδιο τόπο:
- ο νοικοκύρης και πάντες οπού κατοικούν αυτού (Aσσίζ. 23231).
- 6) Aπό εδώ (διαμέσου):
- αυτού απεράσανε τόσοι βασιλείς (Xρον. σουλτ. 5724).
- 1)
- Β´ (Xρον.) τότε, στη στιγμή:
- (Διήγ. Aλ. V 85).
- Γ´ Ως δεικτ. μόρ.
- 1) Nα, ιδού (συχνά με ακόλουθα τα οπού, πώς, τι):
- Aύτου ο ενυπνιαστής οπού έρχεται (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 146v)·
- Aύτου πώς τα έκαμεν αιώνια (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 22r)·
- Aύτου τι προξενεί η μοιχεία (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 379v).
- 2) Aκριβώς:
- αύτου δύο ημέρες και … ξημερώνοντας Kυριακή αναστήθηκεν (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 300v).
- 1) Nα, ιδού (συχνά με ακόλουθα τα οπού, πώς, τι):
[αρχ. επίρρ. αυτού. H λ. και τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Α´ Tοπ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτού [aftú] adv (& ευτού & ατού)
- ① in or at that place, there (syn αυτούθε, αυτού-μεριά, εκεί, εκείθε):
- τι κάνεις ~; what are you doing there? |
- στάσου ~ που είσαι |
- naut~! steady! (direction to the helmsman to keep the ship on the present course) |
- σήκωσε το τηλέφωνο και ρώτησε 'ποιος είναι ~;' |
- φαίνεται ωσάν μία τρελή ~ καταγής (Solom) |
- τι μουρμουρίζετε σεις ~; (Melas) |
- γυρίσαμε στην πρώτη θέση, ~ που είχε πέσει το σκουφί του A. (KPolitis) |
- εκεί του είπανε πως δεν ήτανε ~ το σπίτι του K. (Petsalis)
- ⓐ to that place, there, thither (syn εκεί, εκείθε):
- folks. ~ που πας, μαύρο πουλί, μαύρο μου χελιδόνι, | χαιρέτα μας την κλεφτουριά κι αυτόν τον Kατσαντώνη
- ⓑ ατού used as an expression of insistence or tenaciousness (syn εκεί):
- εγώ του μιλώ κι εκείνος ατού! |
- δεν είχε σε κανένα μπιστοσύνη· ατού! το χέρι στο τιμόνι· τα μάτια στα ουρανοθέμελα (Karkavitsas)
- ② on that point, in that matter, in that respect, there (syn εδώ, εκεί):
- ~ ο κόμπος! there's the crux of the matter, this is where the difficulty lies |
- ~ διαφωνώ there I disagree |
- ~ ακριβώς έγκειται το μυστήριο της μουσικής συγκίνησης |
- η μουσική μιλεί βαθιά στις ψυχές, ενώ συγκεκριμένα δεν τους λέγει τίποτα (Papanoutsos) |
- ένα παίξιμο συγκρατημένο, όλο μέτρο, όλο επίγνωση· κι ~ ακριβώς ήταν η υπεροχή της (Athanasiadis-N)
- ③ at that point in time, then (syn τότε):
- folks. κι ~ προς το ξημέρωμα Aυγερινός εφάνη, | φέρνει τον ύπνο ζωντανό στα νιόγαμπρα πεσκέσι
- ⓒ w. relative που at the time when, (just) as, (even) as (syn εκεί που, ενώ):
- ~ που φώναζε, του 'ρθε αποπληξία |
- ~ που μιλούσαμε γι' αυτήν, να σου και εμφανίζεται
[fr postmed, MG αυτού ← PatrG, K (also pap), AG like adv such as ποῦ, ¬που, Attic οy, Ion. Att. αὐτοῦ, ὁμοῦ, οὐδαμοῦ; cf Schwyzer, Griech. Gramm. 1.6214-5]
- ① in or at that place, there (syn αυτούθε, αυτού-μεριά, εκεί, εκείθε):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτού-απάνω [aftú apáno] adv phr (& αυτού-πάνω)
- up there:
- αυτού-πάνω γονάτιζαν να προσευχηθούν στον Προφήτη (Myriv)
[fr αυτού & απάνω]
- up there:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτού-αποκάτω [aftú apokáto] adv phr
- underneath that place, under there:
- δεν καταλαβαίνεις; είναι αμαρτία· είναι ο παπούς ~ (Myriv)
[fr αυτού & αποκάτω]
- underneath that place, under there:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτού-έξω [aftú ékso] adv phr
- out there (syn εκεί έξω):
- κάνει κρύο ~;
[fr αυτού & έξω]
- out there (syn εκεί έξω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτού-κάτω [aftú káto] adv phr (& αυτού-κάτου)
- down there (syn εκεί κάτω, εκεί χάμω):
- poem με ποιόνε να σου παραγγείλω, | μικρή αγαπούλα μου, αυτού-κάτου; | όσα φιλιά και να σου στείλω, | τα τρώει το κάμα του θανάτου (Kyriazis)
[fr postmed αυτού κάτω ← αυτού & κάτω]
- down there (syn εκεί κάτω, εκεί χάμω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτού-μεριά [aftú merjá] adv phr
- in that place, on that side, over there (syn αποκεί μεριά, αυτού 1):
- βάλε την καρέκλα ~
[fr αυτού & μεριά]
- in that place, on that side, over there (syn αποκεί μεριά, αυτού 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτού-ψηλά [aftú psilá] adv phr
- high up there (syn εκεί ψηλά):
- poem χελιδονάκι κι άνεμε, ~ που πάτε, | γλυτώστε τ' άσπρο σύννεφο κλ (Tziovas)
[fr αυτού & ψηλά]
- high up there (syn εκεί ψηλά):