Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοϊκανοποίηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοϊκανοποίηση η [aftoikanopíisi] Ο33 : α.συναίσθημα ικανοποίησης για δικές μας πράξεις και επιτυχίες. β. αυνανισμός.

[λόγ. αυτο- + ικανοποίη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. self-satisfaction]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοϊκανοποίηση [aftoikanopíisi] η, (L)
  • ① act or process of providing pleasure or satisfaction to o.s., self-gratification:
    • το γράψιμο που γίνεται για σκοπούς αυτοϊκανοποίησης δεν πρέπει να διαβάζεται, εκτός αν το ζητήσει ο μαθητής (Geros) |
    • ως κριτήριο της καλλιτεχνικής και πνευματικής αξίας δεν είναι δυνατό να παραδεχτούμε την ~ (Charis)
  • ⓐ achievement of sexual satisfaction through one's powers or without a partner, onanism, masturbation (syn αυνανισμός, near-syn αυτοερωτισμός 1):
    • ερωτική, σεξουαλική, σωματική ~ |
    • απευθύνθηκα σε τόσους γυναικολόγους και σεξολόγους, που μου δίδαξαν τεχνικές αυτοϊκανοποίησης |
    • αποφυγή από αναγνώσματα που επηρεάζουν την παιδική σεξουαλική διάθεση και οδηγούν στην ~ (Louros)
  • ② self-satisfaction, self-complacency:
    • η ~ πείθει πεπεισμένους ήδη ανθρώπους για το ότι η δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα του κόσμου |
    • σε πόσο στραβούς δρόμους μ' έβαλαν, .. με την ~ της εύκολης γνώσης, οι .. απλουστευτικές ερμηνείες της σύγχρονής μας ψυχολογίας! (Theotokas)

[fr kath (neol) αυτοϊκανοποίησις, cpd w. ικανοποίησις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες