Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοψία η [aftopsía] Ο25 : η εξέταση τόπου, πράγματος κτλ. που κάνει κάποιος (συνήθ. εκπρόσωπος δημόσιας αρχής) αυτοπροσώπως: Tο δικαστήριο διέκοψε τη συνεδρίασή του για να ενεργήσει ~ στο χώρο του εγκλήματος. Έκθεση αυτοψίας για την καταλληλότητα ενός σχολικού κτιρίου.
[λόγ. < ελνστ. αὐτοψία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοψία [aftopsía] η, (L)
- ① seeing w. one's own eyes, personal examination:
- ο ξένος, προκειμένου να έχει ~ μιας λογοτεχνικής παραγωγής σαν τη δική μας, εξαρτάται από τους λίγους λογίους (Dimaras) |
- βασισμένοι στην εμπειρία και, όπου ήταν εφικτό, στην ~ επεδίωξαν να συγκεντρώσουν πληροφορίες (Koumarianou) |
- η παράλειψη δεν είναι μεγάλη ανακρίβεια .. για αναγνώστες μάλιστα που, όπως ίσως και ο συγγραφέας, δεν είχαν ~ της περιοχής (Bakalakis)
- ② law on the spot investigation:
- οι αστυνομικοί διενήργησαν ~ στο χώρο του εγκλήματος |
- τα κείμενα είναι ακόμη περισσότερο απαραίτητα, σαν την ~ της δικαστικής αρχής (Palam)
- ⓐ post-mortem examination, autopsy, necropsy (syn νεκροψία) [fr kath αυτοψία ← MG, PatrG ← K (Dioscorid. Praef. 5
[1st c. AD]; also pap), this der of ὄψ 'eye, face' (bes ὄψις); cf ἐποψία (Themist. etc), Ξπεροψία (Thuc. +), Ξποψία (Herodot. +), καχυποψία (ByzG) etc; cf ὀψείω 'wish to see' and MG adv αυτοψεί]
- ① seeing w. one's own eyes, personal examination: