Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοχρηματοδότηση η [aftoxrimatoδótisi] Ο33 : (οικον.) η χρηματοδότηση της λειτουργίας ή των επενδυτικών σχεδίων μιας επιχείρησης από τα συσσωρευμένα καθαρά κέρδη της: H ~ μιας επιχείρησης / μιας βιομηχανίας / ενός οικονομικού προγράμματος.
[λόγ. αυτο- + χρηματοδότη(σις) -ση μτφρδ. γερμ. Selbstfinanzierung ή αγγλ. self-financing]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοχρηματοδότηση [aftoxrimato∂όtisi] η, gen αυτοχρηματοδότησης & αυτοχρηματοδοτήσεως, (L) econ.
- provision of finance fr one's own resources, self-financing:
- ~ της βιομηχανίας |
- ~ του έργου από τους κατασκευαστές του |
- σήραγγες θα κατασκευάσει το υπουργείο με ~ |
- πρέπει οι εργαζόμενοι να συμμετέχουν .. τόσο στην παραγωγικότητα όσο και στην ~ (Angelop) |
- το φαινόμενο της αυτοχρηματοδοτήσεως .. παρουσιάζεται ιδίως στα ξένα μεγάλα συγκροτήματα (Zachareas)
[fr kath (neol) αυτοχρηματοδότησις, cpd w. χρηματοδότησις]
- provision of finance fr one's own resources, self-financing: