Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοχθονισμός ο [aftoxθonizmós] Ο17 : πολιτική τάση, άποψη που εκδηλώθηκε κατά τους πρώτους χρόνους του νεοελληνικού κράτους και υποστήριζε ότι οι αυτόχθονες πρέπει να έχουν περισσότερα πολιτικά και αστικά δικαιώματα από τους άλλους ομογενείς, κυρίως τους Φαναριώτες.
[λόγ. αυτοχθον- (δες αυτόχθονας) -ισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοχθονισμός [aftoxθonizmós] ο, (L)
- quality or attitude of excluding or avoiding non-native elements (near-syn εθνικισμός, σωβινισμός):
- στάθηκε σ' αυτό από τα μεγαλύτερα παραδείγματα φανατικού αυτοχθονισμού .. σ' ολάκερη τη νεοελληνική λογοτεχνία (Melas) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1843 etc]) αυτοχθονισμός, der of αυτόχθων; cf αυτοχθονιστής (Koumanoudis: 1852, 1889)]
- quality or attitude of excluding or avoiding non-native elements (near-syn εθνικισμός, σωβινισμός):