Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοχειρία η [aftoxiría] Ο25 : (λόγ.) αυτοκτονία.
[λόγ. < αρχ. αὐτοχειρία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοχειρία [afto iría] η, (L)
- self-destruction, suicide (syn αυτοκτονία):
- η απογοήτευση μπορεί να τους οδηγήσει ακόμη και στην ~ (Papanoutsos) |
- η ίδια η ψυχοσύνθεσή τους θα τους έσπρωχνε προς μια ηρωική χειρονομία αυτοχειρίας (Roussos) |
- η αυλαία της τραγωδίας κλείνει με την ~ του φονιά (Kakridis) |
- fig χιλιάδες άνθρωποι αποφάσισαν την κοινωνική ~, αφού καλόγερος είναι το άτομο που κοινωνικώς αυτοκτόνησε (Papantoniou)
[fr kath αυτοχειρία ← K (Nicol. Damasc., 1st c. AD), AG (Herodot. +), der of αυτόχειρ]
- self-destruction, suicide (syn αυτοκτονία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοχειριάζομαι [afto iriázome] aor αυτοχειριάστηκα (& αυτοχειριάσθηκα, subj αυτοχειριαστώ & αυτοχειριασθώ), (L)
- kill o.s., commit suicide (syn αυτοκτονώ):
- σου θύμιζε το Bρούτο, καθώς αυτοχειριάζεται στη σκηνή του (Panagiotop) |
- ο Pήγας αυτοχειριάστηκε· είναι βαριά λαβωμένος· χαροπαλεύει (Petsalis) |
- έσπευσε .. να αυτοχειριασθεί αδιαφορώντας για την τύχη του λαού της (Roussos) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1845 etc]) αυτοχειριάζομαι, der of αυτοχειρία; cf αυτοεγκωμιάζομαι, αυτοθυσιάζομαι]
- kill o.s., commit suicide (syn αυτοκτονώ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοχειριαζόμενος, -η, -ο [afto iriazόmenos] (L)
- killing oneself, suicide (syn αυτοκτόνος):
- πρόκειται περί αυτοχειρίας και η θέση της εκκλησίας είναι γνωστή αναφορικά με τους αυτοχειριαζομένους
[fr kath ο αυτοχειριαζόμενος, substantiv. m of prp of αυτοχειριάζομαι]
- killing oneself, suicide (syn αυτοκτόνος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοχειριασμένος, -η, -ο [afto iriazménos] (L)
- killed oneself, suicide:
- την αναγνωρίζει έξαφνα στη μορφή μιας αυτοχειριασμένης κοπέλας, που την είχαν φέρει στο νεκροτομείο (Chatzinis)
[ppp of αυτοχειριάζομαι]
- killed oneself, suicide:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοχειριασμός [afto iriazmós] ο, (L)
- self-destruction, suicide (syn αυτοκτονία):
- τελευταία οι αυτοχειριασμοί έχουν λάβει ανησυχητικές διαστάσεις |
- fig ~ της δημοκρατίας [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1886]) αυτοχειριασμός, der of αυτοχειριάζομαι]
- self-destruction, suicide (syn αυτοκτονία):