Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αυτοφυής, επίθ.
-
- Που έχει μια υπόσταση (με κάπ. άλλο)·
- (εδώ) που αποτελεί (με κάπ. άλλο) ένα σύμπλεγμα:
- περιπλέκεται γαρ ταύτην …, γίνονται αυτοφυείς (Eρμον. X 332).
- (εδώ) που αποτελεί (με κάπ. άλλο) ένα σύμπλεγμα:
[αρχ. επίθ. αυτοφυής. H λ. και σήμ.]
- Που έχει μια υπόσταση (με κάπ. άλλο)·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοφυής -ής -ές [aftofiís] Ε10 : α.(για φυτά) που φυτρώνει μόνος του, χωρίς να τον φυτέψουν ή να τον σπείρουν: Aυτοφυή δάση / άνθη. β. (φυσ., για μέταλλα ή αμέταλλα στοιχεία) που υπάρχουν στη φύση σε στοιχειακή κατάσταση ως ορυκτά: Xρυσός ~.
[λόγ. < αρχ. αὐτοφυής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοφυής, -ής, -ές [aftofiís] (L)
- ① bot growing by itself, uncultivated, wild, volunteer (syn αυτοφυόμενος, αυτόφυτος):
- αυτοφυή αγριολούλουδα, αγριόχορτα |
- δεν έπαψαν .. να καταγίνονται και με τη συλλογή αυτοφυών καρπών (NPlaton) |
- το χωριό .. βρίσκεται αμφιθεατρικά χτισμένο ανάμεσα σε κατάφυτη έκταση αυτοφυών καστανιών (Vasileiou) |
- poem .. πασχαλιές αυτοφυείς έρπαν με λευκούς βότρεις (Peranthis)
- ⓐ fig arising or developing by itself, spontaneous:
- δεν είναι αυτοφυείς οι καταστάσεις· είναι το απόσταγμα της αγωγής ενός λαού (Palaiologos)
- ② found locally, indigenous, native (syn αυτοχθονικός):
- αυτοφυή μέταλλα |
- ο Aμερικανός δεν ήταν ~ ράτσα· .. πλάστηκε .. από όλες τις εθνικότητες (Karantonis)
[fr kath αυτοφυής ← MG, PatrG ← K (also pap), AG (Hesiod +), cpd w. combin form -φυής (: φύω); cf ἀρτιφυής (Hippocr. +), δι- (Pherecydes +), εὐ- (Homer +), κακο- (Plato +), συμ- (Plato +), τριφυής (Theophr. +) etc]
- ① bot growing by itself, uncultivated, wild, volunteer (syn αυτοφυόμενος, αυτόφυτος):