Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτουργία η [afturjía] Ο25 : (νομ.) η ιδιότητα του αυτουργού, η σχέση του με αξιόποινη πράξη: Kατηγορείται για φυσική / για ηθική ~.
[λόγ. < αρχ. αὐτουργία `έγκλημα μέσα στην οικογένεια΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτουργία [afturyía] η, (L) law, usu in phr
- ① φυσική ~ actual perpetration of unlawful act
- ② ηθική ~ instigation of others to perpetrate unlawful acts, incitement:
- ηθική ~ σε απλές σωματικές βλάβες |
- καταδικάστηκε υπεύθυνος της εταιρίας για ~ στις πράξεις υπαλλήλων, με τις οποίες προκλήθηκε στο δημόσιο τεράστια ζημιά
[fr kath αυτουργία ← MG, PatrG ← K (also pap), AG; der of αυτουργός]