Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοτιμωρούμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοτιμωρούμαι [aftotimorúme] αυτοτιμωρείται, aor subj αυτοτιμωρηθώ, (L)
  • punish o.s.:
    • ο θυμός αυτοτιμωρείται (Vrettakos) |
    • ν' αφήσει τη διαβολική ύπαρξή του να δέρνεται, να χαμοσέρνεται και ν' αυτοτιμωρείται (Panagiotop) |
    • μήπως θέλησε ν' αυτοτιμωρηθεί και για το κακό που είχε κάμει στον Mιχαήλ Άγγελο; (Kanellop) |
    • εγκλημάτησες; θα τιμωρηθείς· το καλύτερο μάλιστα που έχεις να κάνεις είναι ν' αυτοτιμωρηθείς (Athanasiadis-N)

[fr kath (neol) αυτοτιμωρούμαι, cpd w. τιμωρούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες