Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοτελής -ής -ές [aftotelís] Ε10 : που έχει μια ολοκληρωμένη μορφή και μπορεί από μόνος του να λειτουργεί, να εκπληρώνει ένα σκοπό κτλ., χωρίς να εξαρτάται από κτ. άλλο· ολοκληρωμένος και ανεξάρτητος: ~ οντότητα / ύπαρξη / λειτουργία / έννοια. Aυτοτελές φαινόμενο / απόσπασμα / επεισόδιο. ~ ενιαίος και ανεξάρτητος οργανισμός. H τηλεόραση θα παρουσιάσει μια σειρά από δέκα αυτοτελείς εκπομπές που αναφέρονται σε ισάριθμα γεγονότα του β' παγκόσμιου πολέμου. ~ έκδοση / τόμος, που δεν αποτελεί μέρος ή τμήμα σειράς.
αυτοτελώς ΕΠIΡΡ χωρίς εξάρτηση από άλλο: Εξετάζω κτ. ~. [λόγ. < αρχ. αὐτοτελής, αὐτοτελῶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοτελής1 [aftotelís] ο, (L)
- self-existent or independent person:
- πού είναι η σφραγίδα της δικής σου προσωπικότητας, της δικής σου διανοήσεως; πού ο (; πού ο αυτόφωτος; (Palaiologos)
[substantiv. m of αυτοτελής2]
- self-existent or independent person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοτελής2, -ής, -ές [aftotelís] gen m & f sg αυτοτελούς, (L)
- ① self-governing, sovereign, independent (syn αυτεξούσιος 1):
- ο αμερικανικός λαός κατόρθωσε .. να ενώσει .. τις προσωπικότητες ενός πλήθους από αυτοτελείς χώρες (Theotokas) |
- τα μοναστήρια αυτά είναι σαν ιδρύματα αυτοτελή (MMountes) |
- χρειάζεται λοιπόν ένας αγώνας ~ κι αυτοδύναμος, για ν' αποτινάξουν οι σκλάβοι το ζυγό τους (Vranousis)
- ② not subject to or combined w. anything else, self-contained, self-existing, separate, independent (syn αυτεξούσιος 2):
- ~ μονάδα, οντότητα |
- αυτοτελές και μεμονωμένο φαινόμενο |
- μικρά αυτοτελή δωμάτια |
- έκτακτος ~ έδρα της κλινικής των ουροποιητικών οργάνων |
- καταργείται η προίκα με αυτοτελές νομοσχέδιο |
- ο άνθρωπος ως άτομο δεν ενδιαφέρει και δεν έχει αξία αυτοτελή (Theotokas) |
- τα μεγάλα γλυπτικά ή ζωγραφικά έργα των κλασικών εποχών δεν είναι αυτοτελή, στολίζουν ναούς και παλάτια (Evelpidis) |
- το ιερό βήμα αποτελεί σχεδόν αυτοτελές τμήμα του ναού (Tsitouridou) |
- πρέπει .. να αναζητήσομε τους τρόπους και τα μέσα της αυτοτελούς διδασκαλίας (APapageorgiou)
- ③ complete in itself, standing by itself, whole, integral:
- μελέτες σε τρεις αυτοτελείς τόμους |
- στο τεύχος αυτό δημοσιεύεται ένα αυτοτελές μυθιστόρημα |
- μπορούν .. τα κομμάτια να κριθούν και χωριστά το καθένα, σαν αυτοτελή δοκίμια (Theotokas) |
- μπορούμε να θεωρήσουμε τα τραγούδια, που περιλαμβάνονται στην Aσάλευτη Zωή, σαν ανεξάρτητα και αυτοτελή (Chourmouzios) |
- είναι ένα ημερολόγιο εντυπώσεων .. χωρισμένο σε κεφάλαια σχεδόν αυτοτελή (Chatzinis)
[fr kath αυτοτελής ← ByzG (4th c.), PatrG ('perfect in itself; perfectly fulfilled; independent') ← K (also pap), AG, cpd w. τέλος; cf ατελής, ευ-, ημι-, υπο-τελής etc]
- ① self-governing, sovereign, independent (syn αυτεξούσιος 1):