Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοτέλεια η [aftotélia] Ο27 : η κατάσταση και η ιδιότητα του αυτοτελούς: Πλήρης / σχετική ~. Tα συναισθήματα διατηρούν την αυτοτέλειά τους ακόμα και όταν συνενώνονται σε ένα ενιαίο ψυχικό φαινόμενο. H ~ των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
[λόγ. < ελνστ. αὐτοτέλεια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοτέλεια [aftotélia] η, (L)
- ① ability or right to control one's own affairs, self-determination, autonomy, independence (syn αυτεξούσιο 1):
- διοικητική, εθνική, εκκλησιαστική, οικονομική, πολιτική ~ |
- η ~ των δήμων |
- ~ των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων |
- ο γάμος δεν συνεπάγεται καμιά μεταβολή στην περιουσιακή ~ των συζύγων (Christidis AK) |
- τα νομίσματα του νησιού .. μαρτυρούν την πρόοδο και την ~ των κατοίκων της Σικίνου (Varelas) |
- δεν ήτανε σκύλος, ν' ακούει τα προστάγματα του κυρίου του· ήτανε γάτος, ζώο με πλήρη ~ και ανεξαρτησία (Melas)
- ② self-existence, self-containment, independence (syn αυτεξούσιο 2):
- αρνείται την ~ των ιδεών και τις υποτάσσει στην οικονομική εξέλιξη (Evelpidis) |
- η ~ της μυκηναϊκής τέχνης, ιδίως της αγγειογραφίας, γίνεται μεγαλύτερη στον επόμενον αιώνα (Papachatzis) |
- όλοι αυτοί οι εναρκτικοί στίχοι δεν ξεχωρίζονται πάντα με ~· ενσωματώνονται κάποτε στο κείμενο (Loukatos) |
- τα μαθηματικά, ανακατωμένα με τη φιλοσοφία στη σχολή του Πυθαγόρα, αποχτούν την αυτοτέλειά τους δυο αιώνες αργότερα (Theodoridis) [fr kath αυτοτέλεια ← K (Ocellus Luc., 1st c. BC
[?]); Apoll. Dysc. (Synt); der of αυτοτελής]
- ① ability or right to control one's own affairs, self-determination, autonomy, independence (syn αυτεξούσιο 1):