Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοσυντήρηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοσυντήρηση η [aftosindírisi] Ο33 : η συντήρηση κάποιου με δικά του μέσα: Έχω τα απαραίτητα για την αυτοσυντήρησή μου. || Ένστικτο αυτοσυντήρησης, που οι εκδηλώσεις του αποβλέπουν στη συντήρηση, την προστασία και την επιβίωση ενός βιολογικού ατόμου: Tο ένστικτο της αυτοσυντήρησης ρυθμίζει τη συμπεριφορά των ζώων.

[λόγ. αυτο- + συντήρη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. self-preservation ή γερμ. Selbsterhaltung]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοσυντήρηση [aftosindírisi] η, gen αυτοσυντήρησης & αυτοσυντηρήσεως, (L)
  • ① self-preservation (syn αυτοσυντηρησία):
    • αγώνας, ένστικτο, ορμή αυτοσυντηρήσεως |
    • πάλη για ~ |
    • εθνική ~ |
    • ~ της ζωής (near-syn βιοσυντήρηση) |
    • ό,τι κάνει τα πουλιά να παίρνουν κάθε χρόνο τους μεγάλους δρόμους του αιθέρος .. είναι το αίσθημα της αυτοσυντήρησης (Ouranis) |
    • οι φωνητικές αυτές αντιδράσεις των ζώων έχουν σχέση με την αυτοσυντήρησή τους (Geros) |
    • προβάλλεται ως μοναδικό κίνητρο της περιπλάνησης του ήρωα η αυτοσυντήρησή του (Maronitis)
  • ② preservation or conservation not effected by external factors:
    • σημαδιακό για την ~ είναι ερειπωμένο σήμερα τείχος νότια της δεξαμενής (Floros)
  • ③ state or process of providing for or maintaining o.s., self-support (near-syn αυτάρκεια) [fr kath (neol:
    • Koumanoudis

[1878, 1897]) αυτοσυντήρησις, cpd w. K 'preservation' (pap: PTeb 725.9; 2nd c. BC etc) συντήρησις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες