Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοσυναίσθημα το [aftosinésθima] Ο49 : (ψυχ.) το ευχάριστο ή δυσάρεστο συναίσθημα κάποιου το οποίο προκαλείται από τη γνώμη που έχουμε για την αξία ή την απαξία του εαυτού μας: Aρνητικό ~, συναίσθημα μειονεκτικότητας. Συναισθήματα του εγώ είναι το θετικό και το αρνητικό ~.
[λόγ. αυτο- + συναίσθημα μτφρδ. γερμ. Selbstgefühl]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοσυναίσθημα [aftosinésθima] το, (L)
- feeling that one experiences about o.s., self-centered emotion, self-feeling:
- οι άνθρωποι του δεκάτου ογδόου αιώνα ζούνε με το ~ ότι η εποχή τους είναι χρυσή (Theodorakop) |
- η τιμή βιώνεται .. σαν εσώτατο ~ του ανθρώπου (Despotop) |
- βλέπει τη στωική φιλοσοφία ως έκφραση του νέου αυτοσυναισθήματος ζωής της ελληνιστικής εποχής (Dragona-M) |
- οι αυταπάτες κάνουν περισσότερο ευχάριστη τη ζωή και μεγαλώνουν το αυτοσυναίσθημά μας (Panagiotop)
[fr kath (neol) αυτοσυναίσθημα, cpd w. kath συναίσθημα ← K 'joint-perception' IG 22.1099.32 (Epist. Plotinae, 2nd c. AD)]
- feeling that one experiences about o.s., self-centered emotion, self-feeling: