Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοσυγκράτηση η [aftosiŋgrátisi] Ο33 : το να συγκρατεί, να ελέγχει και να περιορίζει κάποιος την εκδήλωση έντονου συναισθήματος: Δείχνω ~.
[λόγ. αυτο- + συγκράτη(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοσυγκράτηση [aftosiŋgrátisi] η, (L) = αυτοσυγκράτημα
- :
- οι περιστάσεις επιβάλλουν ~ |
- συνέστησε ~ στην προβολή αιτημάτων |
- επαίνεσε την κυβέρνηση για την ~ που επέδειξε κατά τη διάρκεια των γεγονότων |
- καλεί τις κοινότητες της Kύπρου και τους ηγέτες τους να ενεργούν με τη μεγαλύτερη ~ (Christidis) |
- ποτέ ίσως δεν εκφράστηκε κι ο λυρισμός του πλαστικά με τόση ευγένεια, με τόση ~ και αμεσότητα (Melas)
[fr kath (neol) αυτοσυγκράτησις, cpd w. kath συγκράτησις]