Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοσκοπός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοσκοπός ο [aftoskopós] Ο17 : που σκοπό έχει τον ίδιο του τον εαυτό, που δε γίνεται για να εξυπηρετήσει κτ. άλλο: Tο χρήμα είναι μέσο, δεν είναι ~. H τέχνη υπηρετεί τον άνθρωπο, δεν είναι ~.

[λόγ. αυτο- + σκοπός μτφρδ. γερμ. Selbstzweck]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοσκοπός [aftoskopós] ο, (L)
  • sth worthy of pursuit or cultivation for its own sake, a goal in itself:
    • ο ~ της τέχνης art for art's sake |
    • να γίνει .. στη ζωή τους το καλό ~ και να το επιδιώκουν χωρίς κανένα απολύτως αντάλλαγμα (Papanoutsos) |
    • τα σπορ δεν είναι ~, αλλά προπόνηση για δράση (Evelpidis) |
    • το κόρτε ως ~ είναι μια από τις ασχήμιες της κοινωνικής μας ζωής (Katsigra) |
    • την ανάγνωση από μέσο την κάναμε αυτοσκοπό, ανάγνωση για την ανάγνωση και όχι ανάγνωση για κάτι άλλο ευρύτερο (Geros)

[fr kath (neol) αυτοσκοπός, cpd w. σκοπός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες