Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοσαρκασμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοσαρκασμός ο [aftosarkazmós] Ο17 : το να σαρκάζει κάποιος τον εαυτό του: Διάθεση αυτοσαρκασμού.

[λόγ. αυτο- + σαρκασμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοσαρκασμός [aftosarkazmós] ο, (L)
  • sarcasm addressed to o.s., self-mockery (syn αυτοειρωνεία, αυτοσατιρισμός):
    • ύφος αυτοσαρκασμού |
    • νοιώθει αυτοσαρκασμό |
    • πετάει κατά πρόσωπο όλου του κόσμου τον ηρωικό αυτοσαρκασμό του Δον Kιχώτη (Papatsonis)

[cpd w. σαρκασμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες