Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αυτοπρόσωπος, επίθ.
-
- Που γίνεται με την παρουσία των ίδιων των προσώπων:
- της αυτοπροσώπου εκείνων ομιλίας (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 594).
[μτγν. επίθ. αυτοπρόσωπος. H λ. και σήμ.]
- Που γίνεται με την παρουσία των ίδιων των προσώπων:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοπρόσωπος, -η, -ο [aftoprósopos] (L)
- involving one's own physical presence or personal involvement, being in person:
- χρειάζεται η αυτοπρόσωπη παρουσία μου στην Aθήνα (Athanasiadis-N) |
- βάζει σήμερα σε κίνηση μια δύναμη πρωταρχική της ζωής, δηλαδή την αυτοπρόσωπη εργασία (Theodorakop) |
- λίγες φορές έρχεται η ελευθερία σε αυτοπρόσωπη εμφάνιση (Georgoulis) |
- ο Aϊ-Bασίλης περνάει ~ να τα ρωτήσει πώς πορεύονται (Prevelakis)
[fr kath αυτοπρόσωπος ← postmed, MG ← K (also pap), Lucian, cpd w. combin form -πρόσωπος; cf ἀνδροπρόσωπον (Hesych. ἀνδρόπρωρον· ἀνδροπρόσωπον), ἀντιπρόσωπος (Xenoph.), ἀ- (Plato +), δι- (inscriptionally), εὐ- (Simon. 23 +), ἰδιοπρόσωπος etc]
- involving one's own physical presence or personal involvement, being in person: