Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοπροωθούμενος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοπροωθούμενος, -η, -ο [aftoprooθúmenos] (L)
  • self-propelled, automotive (syn αυτοκίνητος):
    • ~ αποξεστήρας, ισοπεδωτής

[fr kath αυτοπροωθούμενος, cpd w. προωθούμενος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες