Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοπροσώπως
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοπροσώπως [aftoprosópos] επίρρ. τροπ. : με προσωπική παρουσία και όχι με αντιπρόσωπο ή με αποστολή εγγράφου: H δήλωση πρέπει να κατατεθεί ~ στο αστυνομικό τμήμα.

[λόγ. < ελνστ. αὐτοπροσώπως]

[Λεξικό Κριαρά]
αυτοπροσώπως, επίρρ.
  • Προσωπικώς:
    • οι μάρτυρες … να ερωτώνται αυτοπροσώπως (Bακτ. αρχιερ. 156).

[μτγν. επίρρ. αυτοπροσώπως. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοπροσώπως [aftoprosόpos] adv (L)
  • in person, in the flesh, bodily (syn αυτοπρόσωπα):
    • παρουσιάστηκε ~ |
    • τον είδε ~ |
    • μίλησε ~ στον υπουργό |
    • η ψηφοφορία γίνεται ~ από τα μέλη |
    • για φέρ' τον μου, να τον ανακρίνω ~ (Karagatsis) |
    • απαγορεύεται ν' αγοράζουν είτε ~ είτε μέσον άλλου είτε για λογαριασμό άλλου (Christidis AK) |
    • ~.. πρέπει να πάει και το νήπιο, για να παραλάβει τις τροφές του από το τελωνείο (PSolomos)

[fr kath αυτοπροσώπως ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), der of αυτοπρόσωπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες