Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοπεποίθηση η [aftopepíθisi] Ο33 : η πεποίθηση, η εμπιστοσύνη κάποιου στον εαυτό του, στις δυνάμεις του και στις ικανότητές του: Xαρακτήρας με ~. Έχω ~. Xάνω την αυτοπεποίθησή μου. Mιλώ με ~, με σιγουριά.
[λόγ. αυτο- + πεποίθη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. self-confidence]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοπεποίθηση [aftopepíθisi] η, (L)
- self-confidence, self-assurance (syn αυτοεμπιστοσύνη):
- ισχυρή, μεγάλη, πατριωτική, στωική, φανατική ~ |
- ύφος γεμάτο ~ |
- απάντησε με ~ |
- του λείπει η ~ |
- του κλόνισε την ~ |
- η πληθωρική αυτή δραστηριότητα του επέτρεπε μιαν ~, που τον οδήγησε σε λάθη (Tatakis) |
- τα μάτια του λαμποκοπούσαν από ~ και παιδική χαρά (Theotokas) |
- τόνωσαν στον ίδιο το λαό την ~ για την ομορφιά και την αξία των χορών του (Loukatos) |
- με .. εμπιστοσύνη και ~ θα ατενίζουμε το μέλλον (Tsirpanlis) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1845, 1890, 1897]) αυτοπεποίθησις, cpd w. πεποίθησις (LXX+)]
- self-confidence, self-assurance (syn αυτοεμπιστοσύνη):