Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοπαθής -ής -ές [aftopaθís] Ε10 : (γραμμ.) που δηλώνει αυτοπάθεια: Aυτοπαθή ρήματα. Aυτοπαθείς αντωνυμίες, οι ιδιοπαθείς.
[λόγ. < ελνστ. αὐτοπαθής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοπαθής, -ής, -ές [aftopaθís] (L) gramm
- conveying that the action is directed toward or affects the agent or subject himself, reflexive (syn ιδιόπαθος):
- ~ αντωνυμία |
- αυτοπαθή ρήματα
[fr kath αυτοπαθής ← K, cpd w. πάθος; cf απαθής, αντι-, εμ-, ευ-, ιδιο-, κακο-, μετριο-, ομοιο-, περι-, πολυ-, συμπαθής etc]
- conveying that the action is directed toward or affects the agent or subject himself, reflexive (syn ιδιόπαθος):