Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοπάθεια η [aftopáθia] Ο27 : (γραμμ.) η ιδιότητα ορισμένων λέξεων (κυρίως αντωνυμιών και ρημάτων) να δηλώνουν ότι η ενέργεια ενός υποκειμένου επιστρέφει σε αυτό το ίδιο: H ~ μπορεί να δηλώνεται από ρήματα ενεργητικής ή παθητικής φωνής, π.χ. λιώνω, χάνομαι.
[λόγ. < ελνστ. αὐτοπάθεια]
[Λεξικό Κριαρά]
- αυτοπάθεια η,
- βλ. ταυτοπάθεια.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοπάθεια [aftopáθia] η, (L) gramm
- quality of verbs or pronouns conveying that the action is directed toward or affects the agent or subject himself, reflexivity
[fr kath αυτοπάθεια ← postmed (Somavera) ← K, der of αυτοπαθής; cf απάθεια, ιδιο-, κακο-, μετριο-, συμ-πάθεια etc]